ΜΟΝ.ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 2644/2020

 

Με την από 5.11.2018 κλήση επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά από ματαίωση, (λόγω της γενικής απεργίας, κατά την αρχική δικάσιμο της 25.10.2018), η από 5.5.2017 (με ΓΑΚ Πρωτ…../2017 και ΕΑΚ Πρωτ…../2017) έφεση της καθ` ης η κλήση, κατά των καλούντων και της με αρ.935/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 23.3.2015 (με ΓΑΚ …/2015 και ΕΑΚ …/2015 αγωγής των καλούντων κατά της καθ`ης, ήδη εκκαλούσας.

 

Η από 5.5.2017 (με ΓΑΚ Πρωτ…../2017 και ΕΑΚ Πρωτ…../2017) έφεση κατά της οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, (26.4.2017 η επίδοση εκκαλουμένης, 23.5.2017 η κατάθεση της έφεσης ) [άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 και 19 ΚΠολΔ]. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ.495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί κατ` ουσίαν , η βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων , που ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ.533 παρ. ΙΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες στην από 23.3.2015 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι οι δύο πρώτοι έλαβαν έντοκο στεγαστικό δάνειο από την «…. ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΑ», με εγγυητή τον τρίτο εξ αυτών, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που ορίζονται στην δανειακή σύμβαση (…./30.7.2001) και στην αγωγή και μάλιστα οι δυο πρώτοι συνήψαν υπέρ τους ασφαλιστική σύμβαση σε εκτέλεση συμβατικού όρου, με την εταιρία «……ΠΡΟΝΟΙΑ» με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο ίσο με το ποσό του δανείου. Ότι το 2009 ανεκλήθη η άδεια λειτουργίας της άνω ασφαλιστικής εταιρίας και έπαυσε για το λόγο αυτό η πιστώτρια τράπεζα, (η οποία το έτος 2011 μετονομάστηκε σε «…..ΒΑΝΚ») να εισπράττει ασφάλιστρα. Ότι εν συνεχεία στη θέση της πιστούχου τράπεζας υπεισήλθε η εταιρία « …… …», η οποία κατήγγειλε την άνω σύμβαση δανείου, και προέβη σε οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Ότι η εναγομένη διαδέχθηκε την εταιρία «… …» και ζήτησε και εκδόθηκε σε βάρος των τριών πρώτων η αρ.20143/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας άσκησαν ανακοπή και αγωγή, αμφισβητώντας το ύψος της απαίτησής της. Ότι η εναγομένη με την από 20.10.2014 δήλωση συμψηφισμού, την οποία κοινοποίησε την 12.11.2014 στους πρώτο, δεύτερη, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων, δήλωσε ότι την 17.10.2014 , δυνάμει συμβατικού όρου, προέβη σε συμψηφισμό της άνω απαίτησής της που έχει κατά των τριών πρώτων , με ανταπαίτησή τους (του πρώτου, δεύτερης , τέταρτου και πέμπτου), ποσού 36.385,15 ευρώ, απορρέουσα από τον αναφερόμενο καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου που διατηρούσαν σε αυτή, άνευ προηγουμένης ειδοποιήσεώς τους, όλως αντισυμβατικά, παράνομα και καταχρηστικά. Ότι επιπλέον ο συμβατικός όρος, που παρέχει το δικαίωμα στην εναγομένη να χρεώνει μονομερώς οποιοδήποτε λογαριασμό τους προς εξόφληση ληξιπρόθεσμης οφειλής τους και να προβαίνει σε μονομερή συμψηφισμό, κατά την κρίση της, άνευ συμπράξεως ή ενημερώσεως, είναι καταχρηστικός κατά το ν.2251/1994, συνεπεία δε της άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης ζημιώθηκαν κατά το αναληφθέν ποσό και υπέστησαν ηθική βλάβη. Ζήτησαν δε α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ενήργησε παράνομα αντισυμβατικά και καταχρηστικά , β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει το άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο αφότου το ανέλαβε άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 18.192.57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς τον τρίτο ενάγοντα και έγινε εν μέρει δεκτή ως νόμιμη και ουσία βάσιμη, ως προς τους λοιπούς, στους οποίους υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει κατ` ίσα μέρη 36.385,15 ευρώ ως αποζημίωση και 4.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η κρινόμενη έφεση να σημειωθεί ότι παραδεκτά ασκείται κατά πάντων των εναγόντων, ήτοι και κατά του τρίτου ενάγοντος, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η αγωγή, κατά το άρθρο 517 εδ.β ΚΠολΔ, καθότι από το συνδυασμό των διατάξεών των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ και 328 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι από δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του ετέρου μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους (πρβλ. 1946/2017, ΑΠ 1281/2017). Με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα-εναγόμενη, παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς το βάσιμο των λόγων της.

 

Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ “ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, κατά δε την διάταξη του επόμενου άρθρου 441 ΑΚ “ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλείται με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν.”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός, επέρχεται με τη μονομερή δήλωση του ενός από τα μέρη , απευθυντέα προς το άλλο, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε αποδοχή, Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρ. 167 ΑΚ η δήλωση της βούλησης επιφέρει νομική ενέργεια, μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο, στο οποίο απαιτείται, να απευθυνθεί. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι ο αστικός κώδικας έχει υιοθετήσει την θεωρία της παραλαβής ή λήψεως της δήλωσης βούλησης. Κατ` αυτή η δήλωση βουλήσεως θεωρείται ότι συντελέστηκε και παράγει νόμιμη ενέργεια, όχι από τότε που εκδηλώθηκε στην πράξη, ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της, αλλά από την παραλαβή της δήλωσης βούλησης, από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται. Πριν τη «γνωστοποίηση» η άσκηση βούλησης δεν μπορεί να επιφέρει «έννομα αποτελέσματα στον άλλο». Η παραλαβή θεωρείται κατά το νόμο ότι συντελείται, όταν διαβιβάστηκε σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται, με τρόπο κατά τον οποίο ο τελευταίος μπορούσε να λάβει γνώση, άσχετα αν, από λόγους, που αφορούν τον ίδιο, καθυστέρησε (ΑΠ 1411/2011, ΑΠ 1579/2008. ΑΠ 1251/2007, ΑΠ 1250/2001, ). Επίσης ο μονομερής συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνησία ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσειί; του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν (ΑΠ 450/2013, ΑΠ 840/12). Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσειτην απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Επίσης δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας συμβάσεως, που είναι έγκυρη εφ` όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελευθέρως τα μέρη, τα οποία δύνανται να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφιστάμενων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατόν να αφορά και σε απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση, ευθύς ως γεννηθούν και συνυπάρξουν αμοιβαίες απαιτήσεις μεταξύ των μερών (βλ.σχ.ΑΠ 31/2017,ΑΠ 313/1999).

 

Β) Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν 5638/1932, (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973) σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411,489, 490 και 491 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων ή στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων, σε κοινό λογαριασμό, παράγεται, μεταξύ των καταθετών ή του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή. Επομένως, καθένας από αυτούς γίνεται δικαιούχος των χρημάτων που κατατέθηκαν και μπορεί να τα χρησιμοποιεί χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, η δε καταβολή των χρημάτων της καταθέσεως σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως έναντι του δέκτη της καταθέσεως και ως προς τους λοιπούς. Ίδιο αποσβεστικό αποτέλεσμα της απαιτήσεως επάγεται και η έναντι ενός εκ των καταθετών συμψηφισμός που προτείνει η Τράπεζα ανταπαιτήσεώς της κατ` αυτού προς την απαίτηση του τελευταίου εναντίον της προς καταβολή του ποσού της καταθέσεως, αφού και ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, είναι γεγονός που ενεργεί αντικειμενικώς. Εξάλλου, κατά το άρθρο 451 ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατασχέτου απαιτήσεως. “Ακατάσχετες” κατά την έννοια των διατάξεων αυτών είναι οι απαιτήσεις οι οποίες κατά εξαιρετικό και επομένως στενά ερμηνευτέο δίκαιο εξαιρούνται από την κατάσχεση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. γ` και δ` ΚΠολΔ ή προβλέπονται ευθέως ως τέτοιες (ακατάσχετες) από ειδικές διατάξεις νόμων, δηλαδή διατάξεις οι οποίες εκφράζουν σαφή περί του ακατασχέτου επιλογή του νομοθέτη. Τέλος, κατά το άρθρο 4 του Ν 5638/1932 “κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ` ίσα μέρη”. Με την διάταξη αυτή ο νόμος θέλησε να διαιρέσει κατά τρόπο υποχρεωτικό για τους ενδιαφερομένους την κατάθεση σε ίσα μέρη των περισσοτέρων καταθετών και καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ` ίσα μέρη. Η διάταξη όμως αυτή αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της Τραπέζης ως τρίτης κατά το άρθρο 982 του ΚΠολΔ και δεν αφορά την περίπτωση, κατά την οποία η Τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της που έχει κατά του ενός εκ των περισσοτέρων καταθετών εις ολόκληρον συνδανειστών της, αφού ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, ενεργεί αντικειμενικώς ως προς το αποσβεστικό αποτέλεσμα της εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 1812/2007, ΕφΘεσ 1735/2019, ΕφΘεσ 681/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Γ. Κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπ` όψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών στις οποίες αφορά η σύμβαση, το σύνολο ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου ως άνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων, α) ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο και επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις….λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Οι ανωτέρω, ενδεικτικώς αναφερόμενες, περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου, (per se), από το νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ` αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπ` όψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών στις οποίες αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επιτεύξεως σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διαταράξεως της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, των οποίων η διατάραξη της ισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή δυνατόν να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι, κατά τη νέα διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 2 του άνω νόμου(, που επέφεραν τα άρθρα 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999, και 2 παρ. 2 του ν. 3587/2007) σημαντική ή ουσιώδης (ΟλΑΠ 15/2007) σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως. Προς τούτο λαμβάνονται υπ` όψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποίο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποίο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα δύναται κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και να προστατευθεί από τις συνέπειες της επελεύσεως του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 430/2005). Εξ άλλου, η Τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περίπτωση β` του ν. 2251/1994 – ως ίσχυε πριν από την επελθούσά κωδικοποίηση του εν λόγω νόμου δυνάμει του Ν.4512/2018 – που ορίζει ότι “ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή”, οι δε παρεχόμενες από τις Τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποιήσεως. Εν όψει των ανωτέρω, ο Ν. 2251/1994 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών. Ως καταναλωτής νοείται όχι μόνον ο πελάτης της Τράπεζας, ο οποίος δυνατόν να είναι πιστολήπτης (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α` Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 1 Ν. 3587/2007), αλλά και ο εγγυητής, (ΑΠ 1242/2017). Η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, δεν κρίνεται συμφώνως προς το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο της αρχικής διατυπώσεως του ή της καταρτίσεως της συγκεκριμένης συμβάσεως, αλλά με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 1010/2019, ΑΠ 1242/2017, ΑΠ 788/2018).

 

Δ. Περαιτέρω, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης και εφαρμόζονται επ` αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή του (ΑΠ 854/2017). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξαρτήτως του αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της ως άνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και καταθέσεως, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο, όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που ορίσθηκε προς φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α` και 827 του ΑΚ), αφ` ετέρου δε να καταβάλει νομίμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και δύναται να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιουμένης παροχής (ΑΠ 1220/2014). Συναφώς, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το ποσό της καταθέσεως, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως και όχι καθαυτή αδικοπραξία, υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημιώσεως τούτου, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάσθηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαιτίως. Η Τράπεζα δικαιούται κατ` άρθρο 1000 ΑΚ, να διαθέσει τα κατατεθειμένα σ` αυτή χρήματα “κατ` αρέσκεια”, επομένως και αν ακόμη αρνείται αυτή ν` αποδώσει στον καταθέτη κατά τον προσήκοντα χρόνο, τα κατατεθειμένα χρήματα, ο καταθέτης δεν έχει εναντίον της την κατ` άρθρο 914 επ. ΑΚ αξίωση προς αποζημίωση, αλλά μόνο την αγωγή από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, κατά τα άρθρα 806, 822 και 830 ΑΚ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κατά της Τράπεζας αγωγή, με την οποία ζητείται από τον καταθέτη το ποσόν της καταθέσεώς του, δεν δύναται να έχει άλλη βάση πλην της εκ της ανωμάλου παρακαταθήκης, όχι δε και εξ αδικοπραξίας, διότι η Τράπεζα, ακόμη και αν αυθαίρετα παρακρατεί το ποσόν της καταθέσεως, δεν αδικοπραγεί, κατά τα προεκτεθέντα (βλ.σχ.ΑΠ 854/2017). Για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά την ανωτέρω διάταξη, δεν απαιτείται να προέβη ο υπαίτιος στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον παθόντα, αλλά αρκεί και η γνώση αυτού ότι η επέλευση ζημίας στον άλλον ήταν ενδεχόμενη και παρά ταύτα αυτός δε θέλησε να απόσχει από την πράξη ή την παράλειψη που προκάλεσε την ζημία (βλ.σχ.ΑΠ 1010/2019 ΑΠ 356/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα και παραδεκτά οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρ.261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων, ως οφειλέτες και ο τρίτος ενάγων ως εγγυητής συνήψαν την αρ…../30.7.2001 σύμβαση στεγαστικού δανείου με την τότε υφιστάμενη εταιρία «…ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.». Με την ως άνω δανειακή σύμβαση η τράπεζα χορήγησε έντοκο δάνειο ποσού 29.347,03 ευρώ στους δύο πρώτους ενάγοντες. Την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του άνω δανείου εγγυήθηκε ο τρίτος ανεπιφύλακτα, ενεχόμενος εις ολόκληρον με τους οφειλέτες ως αυτοφειλέτης. Το δάνειο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί από τους οφειλέτες εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ετών , η οποία αρχίζει από την ημερομηνία εκταμίευσης και λήγει το αργότερο την 2.8.2016 . Οι οφειλέτες οφείλουν να καταβάλουν στην τράπεζα το ποσό του τόκου που αντιστοιχεί στο εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου και την εισφορά του ν.128/1975 την αντίστοιχη της εκταμιεύσεως ημερομηνία κάθε μήνα . Ο τόκος υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο στεγαστικών δανείων της τράπεζας σε ευρώ, το οποίο ανέρχεται σήμερα (κατά το χρόνο της σύμβασης) σε 6,75% προσαυξημένο κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (2%) με βάση έτος 360 ημερών. Το ποσό του κεφαλαίου του δανείου θα εξοφληθεί σε μια δόση , κατά την τελευταία καταβολή του ποσού του αναλογούντος τόκου, που θα γίνει το αργότερο την 2.8.2016, από το ασφάλισμα και όποιες άλλες τυχόν παροχές εφάπαξ ή περιοδικές (ενδεικτικά, μερίσματα) («το ασφάλισμα») προβλέπονται σε ασφαλιστική σύμβαση που θα συναφθεί με ασφαλιστική εταιρεία που λειτουργεί νομίμως στην Ελλάδα υπέρ των οφειλετών, για αρχικό ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, τουλάχιστον ίσο με το ποσό του δανείου (η «Ασφαλιστική Σύμβαση»). Στην περίπτωση που το ποσό του ασφαλίσματος υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου του δανείου , η τράπεζα θα λάβει το ποσό του ασφαλίσματος που επαρκεί για την πλήρη αποπληρωμή του δανείου» (άρθρ. 1.03). Στην περίπτωση που το προϊόν του δανείου δεν επαρκεί για την εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, οι οφειλέτες αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλουν στην τράπεζα, κατά την ίδια ημερομηνία , το υπολειπόμενο ποσό του κεφαλαίου του δανείου τοις μετρητοίς (άρθρο 1.04). Στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας των οφειλετών παύσει/λήξει η ισχύς η μεταβληθούν οι όροι της ασφαλιστικής σύμβασης, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου από το προϊόν του ασφαλίσματος ή οι οφειλέτες παύουν να καταβάλουν το ασφάλιστρο ( όπως αυτό ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση) η τράπεζα δικαιούται να απαιτήσει από τους οφειλέτες , αρχής γενομένης του μήνα που έπεται από την ημερομηνία που η τράπεζα έλαβε γνώση οιουδήποτε εκ των ανωτέρω γεγονότων, να αποπληρώσουν εφεξής το ισχύον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις , το ύψος των οποίων θα εξαρτάται από το ανεξόφλητο ποσό του δανείου , τον υπόλοιπο χρόνο αποπληρωμής και το ύψος του επιτοκίου , όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 της σύμβασης, Η τράπεζα θα ενημερώνει εγγράφως τους οφειλέτες για την κατά τα ανωτέρω μεταβολή του τρόπου αποπληρωμής του δανείου», (άρθρ.1.5 της σύμβασης). Συνάμα στον όρο 1.06 της σύμβασης ορίστηκε ότι εάν συντρέχουν οι λόγοι της παραπάνω παραγράφου 1.05 και εφόσον εκ της ασφαλιστικής σύμβασης υπάρχει δυνατότητα ρευστοποίησής της και είσπραξης μέρους ή του συνόλου του ασφαλίσματος, η τράπεζα θα δικαιούται, κατά τη διακριτική της ευχέρεια να απαιτήσει από τους οφειλέτες να ενεργήσουν, έτσι, ώστε να γίνει η ρευστοποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης και να αποδοθεί το προϊόν της στην τράπεζα προς εξόφληση (μέρους ή συνόλου) του δανείου εντός ενός μηνός από τη λήψη από τους οφειλέτες της σχετικής έγγραφης ειδοποίησης της τράπεζας . Στην περίπτωση που μετά την αποδοση του προϊόντος της ρευστοποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης εξακολουθεί να υπάρχει χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, αυτό θα εξοφλείται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο 1.05. Σύμφωνα με τον όρο 2.01, το επιτόκιο ορίζεται από την τράπεζα είναι κυμαινόμενο και δημοσιεύεται στον τύπο όταν μεταβάλλεται. Η τράπεζα επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα αντί της δημοσιεύσεως στον οικονομικό τύπο, να ενημερώνει τους οφειλέτες για τις μεταβολές του επιτοκίου με επιστολή που θα τους απευθύνει, ενώ κατά τον όρο 2.02 σε περίπτωση αύξησης ή μείωσης του επιτοκίου θα παραμένει αμετάβλητη η διάρκεια του δανείου. Σύμφωνα με τον όρο 5.06 η συνολική οφειλή προς την τράπεζα θα αποδεικνύεται και από το απόσπασμα των επίσημων λογιστικών βιβλίων της τράπεζας που τηρούνται «εν πρωτοτύπω» με μηχανογραφικό σύστημα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της τράπεζας. Ο οφειλέτης αναγνωρίζει ότι το απόσπασμα αυτό αποτελεί πλήρη απόδειξη για το σύνολο της οφειλής του προς την τράπεζα. Σύμφωνα με τον όρο 12.01 της σύμβασης δανείου «Σε περίπτωση ολικής ή μερικής αδικαιολόγητης κατά τα άρθρα 1.03-1.05 καθυστέρησης καταβολής οιουδήποτε ποσού που οφείλεται δυνάμει της σύμβασης αυτής (τόκου, κεφαλαίου ή τοκοχρεολυσίου, εξόδων , προμηθειών και λοιπών επιβαρύνσεων) οι οφειλέτες γίνονται υπερήμεροι και οφείλουν στην τράπεζα για κάθε καθυστερούμενο ποσό κεφαλαίου, τόκων, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων αντί των τόκων και προμηθειών που συνομολογήθηκαν , τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας που αναλογεί υπολογισμένο από την ημέρα καθυστέρησης, χωρίς καμία προειδοποίηση των οφειλετών. Ο τόκος υπερημερίας υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο των άρθρων 1.02 και 2.01 προσαυξημένο κατά δύο και μισή εκατοστιαίες μονάδες». Ακόμα κατά το άρθρο 12.02 «στην περίπτωση αυτή η τράπεζα δικαιούται είτε να επιδιώξει την είσπραξη των καθυστερημένων ποσών είτε, αφού καταγγείλει την σύμβαση του δανείου και το κηρύξει αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου μαζί με τους τόκους προμήθειας και τις άλλες επιβαρύνσεις». Σύμφωνα με τον όρο 13 της σύμβασης, ορίστηκε ότι η τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να το κηρύξει αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αξιώνοντας την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού κεφαλαίου, μαζί με τους τόκους, προμήθειες και τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 11 και 12 , και στις περιπτώσεις: α. παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης αυτής, β. ουσιώδους μείωσης ή απώλειας των ασφαλειών του άρθρου 6 που δόθηκαν για εξασφάλιση της τράπεζας κλπ. Επίσης με το άρθρο 16.1 της δανειακής σύμβασης ορίστηκε: «Η Τράπεζα προς εξόφληση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων της από τη σύμβαση, δικαιούται να συμψηφίζει με τις απαιτήσεις της έναντι των Οφειλετών οφειλές της απέναντι τους από οποιαδήποτε αιτία, να παρακρατεί οφειλές του απέναντι της από οποιαδήποτε αιτία και να χρεώνει οποιοδήποτε λογαριασμό τηρούν οι Οφειλέτες στην Τράπεζα, συμπεριλαμβανομένων και των λογαριασμών καταθέσεως, με τα ποσά που της οφείλει, ανεξάρτητα από την αιτία από την οποία απορρέει η απαίτηση που φέρεται κάθε φορά σε χρέωση και ανεξάρτητα από το πότε είναι ληξιπρόθεσμη». Σύμφωνα με τον όρο 18.01 της δανειακής σύμβασης, ο εγγυητής εγγυάται ανεπιφύλακτα προς την τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του δανείου μαζί με τους τόκους, προμήθειες, επιβαρύνσεις και έξοδα του άρθρου 15 και γενικά την εκπλήρωση από τον οφειλέτη όλων των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει μ` αυτή τη σύμβαση , ενεχόμενος εις ολόκληρον μαζί του και ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος από την ένσταση διζήσεως, όπως και από το δικαίωμα του άρθρου 853 ΑΚ. Πράγματι σε εκτέλεση του συμβατικού όρου 1.03 τ, την 10.7.2001, ο πρώτος ενάγων κατήρτισε με την ασφαλιστική εταιρία «…………» ασφαλιστική σύμβαση, με αρ.συμβολαίου ………. Με την ασφαλιστική αυτή σύμβαση ορίστηκε το ασφαλισμένο κεφάλαιο 10.000.000 δραχμές (29.347,03 ευρώ) αντίστοιχο του χορηγηθέντος δανείου , ετήσιο ασφάλιστρο 618.992 δραχμές (1.816,56 ευρώ) και με λήξη παροχής την 10.7.2016. Επίσης δυνάμει της από 1.8.2001 συμβάσεως εκχωρήσεως απαίτησης λόγω ενεχύρου, ο πρώτος ενάγων εκχώρησε λόγω ενεχύρου, στην δανείστρια τράπεζα, που αποδέχθηκε την εκχώρηση αυτή, κάθε είδους απαίτηση του ιδίου, καθώς και κάθε απαίτηση του ασφαλισμένου και του δικαιούχου, (όπως αυτοί ορίζονται στην ασφαλιστική σύμβαση) και εφόσον αυτοί είναι διαφορετικά πρόσωπα από τον ενεχυράζοντα) κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, που απορρέει ή θα απορρεύσει από την ασφαλιστική σύμβαση (συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων επί του ασφαλίσματος και επί τυχόν μερισμάτων ή άλλων προσόδων). Με τον όρο 8 της σύμβασης ενεχυρίάσεως ορίστηκε ότι η σύσταση ενεχύρου δεν εμποδίζει την τράπεζα να επιδιώξει οποτεδήποτε την είσπραξη της ασφαλιζόμενης απαίτησης με δικαστικά μέσα, ενώ με τον όρο 9 της ίδιας σύμβασης ορίστηκε ότι η ασφάλεια που παρέχεται με τη σύσταση του ενεχύρου είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη ασφάλεια έχει ή θα έχει η τράπεζα για την ασφαλιζόμενη απαίτηση και δεν επηρεάζει , ούτε θα επηρεάζεται από αυτές. Κατά τους όρους της συμβάσεως ενεχυρίασης ασφαλιστηρίου, η τράπεζα, ανεξάρτητα από την έκβαση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, έχει τη δυνατότητα να προβεί σε διωκτικά μέτρα κατά των δανειοληπτών, των οποίων τα δάνεια έχουν εξασφαλιστεί με ενεχυρίαση ασφαλιστηρίων συμβολαίων της άνω ασφαλιστικής εταιρίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 21.9.2009 η ασφαλιστική εταιρία «…………» τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια εποπτική αρχή, ενώ το έτος 2011 η δανείστρια τράπεζα μετονομάστηκε σε «…..ΒΑΝΚ Α.Ε.» . Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δανειοληπτών και της δανείστριας τράπεζας για τη ρύθμιση της οφειλής από το δάνειο καθώς και εξώδικη διαμαρτυρία των πρώτων, ότι οι καταβολές ασφαλίστρων εγένοντο για την αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου . Η τράπεζα με αρ……./25.5.2010 επιστολή της προς τους δανειολήπτες, πρότεινε σε εφαρμογή του άνω όρου (1.05) το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, ύψους 29.347,03 ευρώ , να εξοφληθεί σε 72 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις , με διάρκεια αποπληρωμής 6 έτη, ήτοι μέχρι την 9.4.2016 και κυμαινόμενο επιτόκιο Π.Ε.Σ. (κατά την 25.5.2010 4% ), πλέον περιθωρίου 3,5% πλέον της αναλογούσας εισφοράς του ν.128/75. Εν συνεχεία η «…..ΒΑΝΚ Α.Ε.» ζήτησε με την από 24.5.2011 επιστολή της, την αποπληρωμή του δανείου βάσει της ρύθμισης και μεταβολής των όρων της δανειακής σύμβασης, ( που είχε στηριχθεί στην από 8.2.2010 επιστολή των δανειοληπτών και στην από 25.5.2010 επιστολή της τράπεζας), υπενθυμίζοντας στους οφειλέτες ότι βρίσκονται σε υπερημερία ως προς την καταβολή των οφειλομένων τόκων του κεφαλαίου από 9.2.2010. Ακολούθως την 8.8.2013, το «….….», το οποίο είχε στο μεταξύ υπεισέλθει στη θέση της άνω τράπεζας, λόγω διαδοχής κατά νόμον (άρθρο 68 Ν.3601/2007) κοινοποίησε στους οφειλέτες και τον εγγυητή την από 25.7.2013 εξώδικη γνωστοποίηση , με την οποία τους ενημέρωσε ότι λόγω μη κανονικής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους από 9.2.2011, προέβη την 30.8.2012 στο οριστικό κλείσιμο (καταγγελία) της δανειακής σύμβασης και ζήτησε να της καταβάλουν το κατάλοιπο ποσού 33.900,26 ευρώ, εντόκως. Ακολούθως η εναγομένη, ως καθολική διάδοχος της εταιρίας « …….  ΕΛΛΑΔΟΣ ….» , [λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της τελευταίας, δυνάμει της Κ2-7651/27.12.2013 απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας (ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ -Ε.Π.Ε. με αρ. 9243/27-12-2013)], με την από 01-04-2013 αίτησή της, ζήτησε και εκδόθηκε σε βάρος των τριών πρώτων εναγόντων η ……../2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 33.900,26 ευρώ, εντόκως με επιτόκιο υπερημερίας , όπως ορίζεται στη δανειακή σύμβαση , πλέον της εισφοράς του ν.128/1975 από την επομένη της καταγγελίας του δανείου και του κλεισίματος του λογαριασμού (31.8.2012). Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, με επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε στον πρώτο, δεύτερη και τρίτο των εναγόντων (όπως προκύπτει από τις …./15.7.2014, …/14.7.2014 και …./14.7.2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …..). Στη συνέχεια η εναγομένη σύμφωνα με τον όρο που περιέχεται στο άρθρο 16.01 της δανειακής σύμβασης, την 17.10.2014 προέβη σε συμψηφισμό της ως άνω ληξιπρόθεσμης απαίτησής της, με ανταπαίτηση των πρώτου, δεύτερης, τέταρτου και πέμπτου των εναγόντων κατ` αυτής, η οποία απέρρεε από τον με αρ…………. καταθετικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, τον οποίο διατηρούσαν σε αυτή οι τελευταίοι και ο οποίος (λογαριασμός), κατά την ανωτέρω ημερομηνία , εμφάνιζε πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτών , ποσού 36.385,15 ευρώ. Την ενέργεια αυτή γνωστοποίησε στους άνω ενάγοντες την 12.11.2014 με την επίδοση σε αυτούς της από 20.10.2014 σχετικής δήλωσης της, το περιεχόμενο της οποίας, μεταξύ άλλων, είχε ως εξής: «με την παρούσα σας δηλώνουμε ότι σύμφωνα με το νόμο αλλά και με ρητό όρο της ως άνω με αρ….. σύμβασης δανείου, στις 17.10.2014 προέβημεν σε συμψηφισμό του συνόλου της απαίτησής σας που απορρέει από τον λογαριασμό με αριθμό …………., με μέρος της εν λόγω απαίτησής μας, στο βαθμό που αυτές αλληλοκαλύπτονται. Μετά τον συμψηφισμό αποσβέννυται η αξίωσή σας εκ του λογαριασμού εναντίον μας για όλο το άνω ποσό των 36.386,145 ευρώ. Κατόπιν τούτου το υπόλοιπο του καταθετικού λογαριασμού σας μηδενίζεται και το υπόλοιπο της οφειλής σας του με αρ………… λογαριασμού περιορίζεται ήδη στο ποσό των 4.186,81 ευρώ πλέον τόκων από 30.08.2012 μέχρις εξοφλήσεως , σας παρακαλούμε δε να φροντίσετε για την άμεση καταβολή του συνόλου της ως άνω οφειλής σας, προς αποφυγή άσκοπων δικαστικών ενεργειών σε βάρος σας». Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη, ο παραπάνω συμψηφισμός έλαβε χώρα την 12.11.2014 δυνάμει του προαναφερόμενου συμβατικού όρου, αφότου η περί αυτού δήλωση περιήλθε στους α`, β` και γ` ενάγοντες. Ο εν λόγω συμψηφισμός στον οποίον προέβη η εναγόμενη Τράπεζα για ανταπαίτησή της, που διατηρούσε κατά των παραπάνω συνδικαιούχων (α` και β`) του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού και μάλιστα για το άνω ποσό, έγκυρα έλαβε χώρα αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις νομικές σκέψεις της παρούσας, το θεσπιζόμενο τεκμήριο της διατάξεως του άρθρου 4 του Ν 5638/1932, τυγχάνει εφαρμογής μόνο επί της κατασχέσεως και όχι στην περίπτωση, κατά την οποία η Τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της που έχει κατά του ενός των περισσοτέρων καταθετών, εις ολόκληρο συνδανειστών της, ο οποίος συμψηφισμός ενεργεί αντικειμενικά. Σε κάθε περίπτωση, δε, ο συμψηφισμός αυτός έγινε δυνάμει συμβατικού όρου τον οποίον σαφώς εγνώριζαν οι συμβαλλόμενοι ενάγοντες, παρέχοντας μάλιστα το δικαίωμα στην εναγόμενη να προβαίνει σε χρέωση των λογαριασμών που τηρούν αυτοί στην τράπεζα, συμπεριλαμβανομένων και των λογαριασμών καταθέσεως, ή σε συμψηφισμό των απαιτήσεών τους ως συνδικαιούχων των κοινών λογαριασμών έναντι αυτής με δικές της ανταπαιτήσεις από οιαδήποτε αιτία, και επομένως δεν απαιτείτο για το κύρος του να γίνει και με δήλωση προς αυτούς.

Περαιτέρω η ενάσκηση του δικαιώματος του συμψηφισμού υπό της εναγομένης δεν είναι καταχρηστική για τον ίδιο ως άνω λόγο, δεδομένου ότι έγινε βάσει συμβατικού δικαιώματος και εντός των νομίμων ορίων, που επιτάσσει ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός αυτού, ενώ δεν γίνεται επίκληση περί ακατάσχετης απαίτησης , κατά την έννοια που προεκτέθηκε στην Α’ μείζονα σκέψη και γνώση περί τούτου της εναγομένης. Ενόψειτου νομίμου της ασκήσεως του δικαιώματος συμψηφισμού, το οποίο εξάλλου, ως προαναφέρθηκε, είχε συμφωνηθεί μεταξύ της εναγομένης και των εναγόντων με τον όρο της δανειακής σύμβασης, των επίδικων κοινών λογαριασμών, η εναγομένη δεν προέβη σε καμία παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά και συνεπώς η αξίωση των εναγόντων περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης αυτών εξαιτίας της επικαλούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης από την ενάσκηση του δικαιώματος συμψηφισμού, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω η ανωτέρω σύμβαση στεγαστικού δανείου διέπεται από το ν.2251/1994, καθώς ο πρώτος, η δεύτερη και ο τρίτος έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, αφού έκαναν χρήση προϊόντος και υπηρεσιών στα πλαίσια τραπεζικής συναλλαγής και ήταν τελικοί αποδέκτες αυτών (άρθρο 1 παρ.4 εδ.α. του ν.2251/1994). Η εναγομένη επίσης εμπίπτει στην έννοια του «προμηθευτή» (άρθρ.1 παρ.4 εδ.β` του ν.2251/1994), αφού ως ανώνυμη τραπεζική εταιρία, κατά την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας ,προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Οι όροι της δανειακής σύμβασης ήταν προδιατυπωμένοι από την δανείστρια τράπεζα και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συνιστούν δε τους γενικούς όρους με βάση τους οποίους, η τελευταία χορηγούσε (στεγαστικά) δάνεια προς τους ενδιαφερομένους να συμβληθούν μαζί της, δηλαδή αποτελούν γενικούς όρους συναλλαγών. Ειδικότερα οι α`,β` και γ` ενάγοντες , ως συμβαλλόμενοι με την άνω ιδιότητα στην δανειακή σύμβαση, δικαιούνται να επικαλεσθούν την κατά τις διατάξεις του ν.2251/1994 καταχρηστικότητα όρου της συμβάσεως αυτής, εν αντιθέσει με τους δ` και ε` ενάγοντες οι οποίοι δεν υπήρξαν συμβαλλόμενοι στην δανειακή σύμβαση και επομένως δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα. Οι α`, β` και γ` ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο εν λόγω όρος, που διατυπώθηκε μονομερώς από την τράπεζα, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων, είναι άκυρος, ως καταχρηστικός γ.ο.σ., διότι δεν προβλέπεται για την επέλευση των αποτελεσμάτων του συμψηφισμού, η γνωστοποίηση της δήλωσης βούλησης της τράπεζας προς αυτούς, ενέχει δε υπέρμετρη δέσμευση της βούλησής τους και προσκρούει στη δημόσια τάξη. Ο περιεχόμενος στο άρθρο 16.01 της σύμβασης όρος, συνιστά περίπτωση συμψηφισμού ο οποίος (συμψηφισμός), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην A’ νομική σκέψη, δύναται να επιφέρει τα αποτελέσματά του με δήλωση του ενός συμβαλλόμενου προς τον άλλο. Όμως, ο όρος αυτός δεν κρίνεται καταχρηστικός, σύμφωνα με τα άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του άνω ν.2251/1994, διότι αποδίδει την έννοια του συμψηφισμού του άρθρου 440 ΑΚ και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων σε βάρος του καταναλωτή και εν προκειμένω των α, β` και γ` εναγόντων, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης δανείου και εγγύησης, αφού οι άνω ενάγοντες γνωρίζουν ότι οφείλουν να εκπληρώσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβαν , χωρίς αυτό να αποτελεί υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας τους ή αντίθεση προς τη δημόσια τάξη ή προς τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η εναγομένη, ενεργώντας αντισυμβατικά, κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών και κατά κατάχρηση δικαιώματος, ανέλαβε το άνω χρηματικό ποσό από το λογαριασμό τους την 17.10.2014 , προς συμψηφισμό της ανταπαίτησής της, χωρίς προηγουμένως να τους γνωστοποιήσει τη δήλωσή της περί συμψηφισμού , η οποία τους κοινοποιήθηκε την 12.11.2014. Σύμφωνα όμως με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, η ενέργεια της εναγομένης είναι σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη και ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και δεν υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και τις αρχές που απορρέουν από αυτό , ενώ δεν αποδείχθηκε ούτε εξάλλου οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν συγκεκριμένη ζημία λόγω της μη ενημέρωσής τους από την εναγομένη. Επίσης συμφώνως και προς τα εκτεθέντα στη Δ) μείζονα πρόταση, ο δυνάμει συμβατικού όρου συμψηφισμός στον οποίον προέβη η εναγόμενη τράπεζα για ανταπαίτησή της, που διατηρούσε κατά των συνδικαιούχων (πρώτου και δεύτερης των εναγόντων) του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού και η εντεύθεν μη απόδοση στους άνω ενάγοντες- συνδικαιούχους του ποσού, το οποίο ανέλαβε από τον λογαριασμό αυτό – η κατάθεση των οποίων έφερε τον χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης – υπό τις περιγραφόμενες συνθήκες, δεν συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής (τράπεζας). Συνεπώς η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, δεκτών γενομένων ως βάσιμων του δευτέρου και τρίτου λόγων της έφεσης, με τους οποίους η εναγομένη επικαλείται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ως καταχρηστικό τον όρο περί συμψηφισμού της δανειακής σύμβασης και ότι με τη χρήση αυτού αδικοπράγησε σε βάρος τους.

 

Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, και αφού κρατηθεί η υπόθεση προς συζήτηση , πρέπει να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος πρέπει η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων αυτών, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρ.179,183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να διαταχθεί να επιστραφεί το παράβολο στην καταθέσασα εκκαλούσα, λόγω της νίκης της (άρθρ.495 παρ.3 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την από 5.5.2017 έφεση τύποις και κατ’ ουσίαν.

 

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση με αρ. 935/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

Διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στην εκκαλούσα.

 

Κρίθηκε κλπ.

 

Η Δικαστής