ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3660/2020
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 14ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Νικόλαο Δαύρο, Πρόεδρο Εφετών, Βρυσηίδα Θωμάτου, Αικατερίνη Μπετσικώκου – Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Παπαζαφείρη .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 09η Ιανουάριου 2020, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………. του ……., κατοίκου Πειραιώς (οδός ….., …… Αττικής), (ΑΦΜ…………), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο της Εύγενία Στάμου, που παραστάθηκε νομίμως καταθέτοντας το με Αριθμό ……./13-01-2020 γραμμάτιο προκαταβολής ενσήμων και εισφορών του ΔΣ ΑΘηνών.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ……. ΑΕ» και τον διακριτικό τίτλο «…..» εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός ….,αρ….), (ΑΦΜ……… …. Δ.Ο.Υ. Αθηνών), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο Παπαστύλο, με δήλωση του Αρθ 242 παρ2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε νομίμως το με αριθμό …………/08-01-2020 γραμμάτιο προκαταβολής ενσήμων και εισφορών του ΔΣ ΑΘηνών.
Η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα με την από 16-04-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../27-04-2017 αγωγή της, που απευθύνετο στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε την με αριθμό 5094/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την τελευταία οριστική απόφαση προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 24-01-2019 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στο Πρωτοδικείο με αριθμό κατ. δικογ. …./01-02-2019 και οτο Εφετείο με αριθμό κατ. δικογ. …./01-02-2019, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, εμφανίστηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε τις προτάσεις της και ζήτησε να γίνουν δεκιοί οι ισχυρισμοί της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή του δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 242παρ.2ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η έφεση, χωρίς να παρασταθεί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 24-01-2019 (με αυξ. αριθμ. καταθέσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο …./01-02- 2019 και στο Εφετείο …./01-02-2019) έφεση της εκκαλούσας- ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ.5094/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απερρίφθη η από 16- 04-2017 αγωγή της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα, στις 04-01-2019 (βλ. την με αριθμό …./4-1-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….), ενώ το δικόγραφο της έφεσής της κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 01-02-2019 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 19 ΚΠολΔ). Επιπλέον, για το παραδεκτό της, προκαταβλήθηκε από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεσή της, το οριζόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4εδ. α και β ΚΠολΔ ως ισχύει σήμερα, (το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από 23 Ιανουάριου 2017 με τα άρθρα 35 παρ.2 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ A 240/22.12.2016), παράβολο των 150 ευρώ, (σχετ. η από 01-02-2019 βεβαίωση του γραμματέα του Πρωτοδικείου και το e-παράβολο Δημοσίου υπ’ αριθμ. ………/2019) και επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια, ως πρωτοδίκως, τακτική διαδικασία (άρθρ.533παρ.1ΚΠολΔ), κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.
ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 16-04-2017 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ισχυρίστηκε, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της και κατά τα αποτελούντα αντικείμενο της παρούσας δίκης πραγματικά περιστατικά ότι: Στην Αθήνα την 26-04-2002 συνήψε με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία την υπ’ αριθμ. …../2002 σύμβαση εντόκου στεγαστικού δανείου, ποσού 44.020,54ευρώ, με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται εκεί, για την επισκευή ακινήτου της. Ότι ως προϋπόθεση για τη λήψη του στεγαστικού δανείου, απαιτήθηκε να προηγηθεί η σύναψη με την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…..» ασφαλιστική σύμβαση, ώστε συνήφθη το υπ’ αριθμ……./22-04-2002 Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο -Ασφάλεια Ζωής μικτή ασφάλεια με συμμετοχή στα κέρδη, με ασφαλισμένο κεφάλαιο το ποσό των 22.228ευρώ με λήπτη της ασφάλισης την ίδια, με ημερομηνία λήξης την 22-04-2012 και ετήσιο ασφάλιστρο το ποσό των 3.307,52ευρώ. Ότι για την εξασφάλιση της εξόφλησης του στεγαστικοϋ δανείου, η ανωτέρω συνήψε την 26-04-2002 με την δανείστρια Τράπεζα σύμβαση ενεχυρίασης της απαίτησής της κατά της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας, για την καταβολή του ασφαλίσματος και εκχώρησε σ’ αυτήν όλα τα δικαιώματα και τις αγωγές από τη σύμβαση ασφάλισης. Ότι κατά τους όρους της συμβάσεως θα κατέβαλε μόνο τους συμφωνημένους κατά μήνα τόκους του χορηγηθέντος δανείου, με το ρητό όρο κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης των δεδουλευμένων τόκων θα αποδίδονταν στην εναγομένη τράπεζα το ως άνω ενεχυρασθέν και εκχωρηθέν ασφάλισμα από την άνω ασφαλιστική εταιρεία. Ότι κατέβαλε στην ασφαλιστική εταιρεία στο χρονικό διάστημα από 2002 έως 2009 τα ασφάλιστρα εκ ποσού 3.307,52ευρώ ετησίως και συνολικά το ποσό των 29.931,54ευρώ. Η ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία όμως ετέθη υπό εκκαθάριση με την υπ’αριθ …./16-/21-9-2009 απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, με την οποία ανεκλήθη η άδειά της. Ότι και μετά την ανάκληση της αδείας της συνέχισε να καταβάλει τα υπόλοιπα ασφάλιστρα στην εναγομένη τράπεζα, ενώ είχε ήδη εξοφλήσει και τους δεδουλευμένους τόκους στην ίδια. Ότι, ενόψει των διαβεβαιώσεων της εναγομένης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το χρηματοδοτικό αυτό σχήμα αποτελούσε προϊόν της συνεργασίας των δύο εταιρειών, μόνη αρμόδια να παρακολουθεί την φερεγγυότητα της ασφαλιστικής εταιρείας ήταν η εναγομένη Τράπεζα η οποία φέρει και τον κίνδυνο. Ότι στις 07- 09-2017 και μολονότι το ανωτέρω χρηματοδοτικό προϊόν αποτελούσε συμφωνία ενιαία και αδιαίρετη και ενώ είχε εξοφλήσει τους δεδουλευμένους τόκους στην εναγομένη Τράπεζα, κατά τα συμφωνηθέντα, η τελευταία της κοινοποίησε επιστολή- εξώδικη όχληση, με την οποία την καλούσε να εξοφλήσει το σύνολο του κεφαλαίου του ανωτέρω δανείου, που ανερχόταν μαζί με τόκους υπερημερίας στο ποσό των 48.402,75ευρώ. Εκ της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς της τράπεζας υπέστη και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε: 1] να αναγνωρισθεί ότι δεν υφίσταται οφειλή προς την εναγομένη από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, 2] ότι έχει αποσβεστεί λόγω εξόφλησης κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα κάθε απαίτηση απορρέουσα από την σύμβαση στεγαστικού δανείου, καθώς τα ασφάλιστρα ποσού 29.931,54ευρώ που κατέβαλε στην ασφαλιστική εταιρεία «….. ……….»» εξυπηρετούσαν συμβατικά την αποπληρωμή της δανειακής σύμβαση και ότι μετά την θέση σε εκκαθάριση της ασφαλιστικής εταιρεία η ίδια κατέβαλε και το ποσό των 14.089ευρώ στην εναγομένη προς πλήρη εξόφληση. 2α] Επικουρικά να αναγνωριστεί, ότι υποχρεούται η εναγομένη να στραφεί στον εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εταιρείας και να απαιτήσει από εκεί την ικανοποίησή της διεκδικώντας το ποσό των 29.931,54ευρώ που η ίδια κατέβαλε δια ασφαλίστρων, 3] να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη αποδέχθηκε πλήρως, μέσω της σύμβασης εκχώρησης απαίτησης, τον κίνδυνο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας, παρόλο που είναι υποχρεωμένη να δημιουργεί ειδικό αποθεματικό για τη διαχείριση του κινδύνου υπέρ των πελατών της, και 4] αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 30.000ευρώ ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, δια προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και τέλος να καταδικασθεί η αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 215επ. ΚΠολΔ), η προσβαλλόμενη υπ` αριθμ.5094/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε αυτήν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα- εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά, κατά παραδοχή των λόγων αυτών, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να καταδικασθεί η αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
III. Από τα άρθρα 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17-7/13-8- 1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” (που κατά το άρθρο 41 Εισ.Ν.Α.Κ. και αργότερα με το άρθρο 52 παρ.3 Εισ.Ν.ΚΠολΔ διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ και του ΚΠολΔ αντίστοιχα) σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 Α.Κ. προκύπτουν τα εξής: Με ειδική ρύθμιση του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή άλλης ανώνυμης εταιρείας) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης (ρύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαιτήσεως της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση δανείου (πιστώσεως) με ανοικτό λογαριασμό είτε απαιτήσεως οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γεννήσεώς της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχυράσεως καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο έχει ή δεν έχει βέβαιη χρονολογία. Με ειδικότερη δε ρύθμιση του ίδιου νομοθετικού διατάγματος αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαιτήσεως από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα. Από την επίδοση αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτο, η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, ενώ το μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφείλει να αποδώσει στον ενεχυραστή. Ως εκ τούτου, η εκ του νόμου εκχώρηση αυτή, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι φθάνει και μέχρι το σημείο να υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίο συνομολογείται η ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου, που είναι η εξασφάλιση της πιστώτριας τράπεζας, και με την έννοια αυτή δεν συνεπάγεται μια τέλεια, απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την πιστώτρια, αλλά “περιορισμένη”, που τα αποτελέσματά της ρυθμίζονται κατά πρώτο λόγο από το ενεχυρικό δίκαιο (ειδικό και συμπληρωματικά και το γενικό), επικουρικά δε, εφόσον δεν αντιτίθενται σε αυτό, από τις γενικές για την εκχώρηση απαιτήσεων διατάξεις. Με τις διατάξεις αυτές εισήχθη εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 Α.Κ. εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις αυτού, καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυραομένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να έχει δικαίωμα αν αποσβεσθεί το χρέος να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σε αυτόν κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 Α.Κ. Συνοψίζοντας, επί σύμβασης ενεχύρασης κατά τρίτου για την εξασφάλιση απαίτησης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας κατά οφειλέτη πελάτη της από παροχή πίστωσης μέσω δανειακής σύμβασης, λειτουργούσης σε συνδυασμό με τηρούμενο από τη δανείστρια τράπεζα ανοικτό λογαριασμό, ισχύουν, κατά διαφορετική ρύθμιση των οριζόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 1247, 1248 και 1254 του ΑΚ τα ακόλουθα: α) το περί σύστασης του ενεχύρου έγγραφο μπορεί να είναι και απλό, δηλαδή να μη φέρει βέβαιη χρονολογία β) η ενεχύραση γνωστοποιείται στον τρίτο οφειλέτη της ενεχυραζόμενης απαίτησης, από οποιονδήποτε εκ των συμβαλλόμενων στη σύμβαση ενεχύρου, και όχι μόνο από τον ενεχυραστή γ) η γνωστοποίηση αυτή ως αναγγελία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 480 ΑΚ συντελείται με ειδικό τρόπο, ήτοι με την επίδοση αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης, ή με άλλο ισοδύναμο τρόπο, όπως είναι η αναγγελία σε πλειστηριασμό αλλά και η επίδοση της αγωγής της ενεχυρούχου δανείστριας τράπεζας κατά του τρίτου οφειλέτη του ενεχυραστή για την ενεχυρασθείσα απαίτηση, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναγράφεται στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής και ότι η επίδοσή της συνιστά την κατά νόμο αναγκαία γνωστοποίηση της ενεχύρασης, για την οποία γίνεται μνεία στην αγωγή, και δ) από της επίδοσης του πιο πάνω αντιγράφου ή της επίδοσης της αγωγής, ως ισοδύναμου τρόπου γνωστοποίησης της ενεχύρασης, επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασθείσης απαίτησης στον ενεχυρούχο δανειστή τραπεζίτη, πράγμα που σημαίνει ότι έκτοτε αποκόπτεται κάθε δεσμός του ενεχυραστή πιστούχου με την ενεχυρασθείσα απαίτηση, την οποία στην έκταση που εκχωρήθηκε, ο τελευταίος δεν μπορεί ούτε να την εισπράξει (αν καταστεί ληξιπρόθεσμη πριν από την ασφαλισμένη απαίτηση) αλλά μόνο ο ενεχυρούχος δανειστής, ούτε να τη μεταβιβάσει περαιτέρω (ΟλΑΠ 38/1988 ΕλλΔνη 1990.313, ΝοΒ 1989.1203, ΑΠ 1168/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 956/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1883/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1065/2009 ΧΡΙΔ 2010.274, ΑΠ 512/2008 ΝοΒ 2008.2368, ΑΠ 1991/2007 ΧΡΙΔ 2008.800, ΑΠ 480/2006 ΧΡΙΔ 2006.612, ΑΠ 988/2004 ΕΕΜΠΔ 2005.747, ΑΠ 857/2004 ΧΡΙΔ 2005.52). Κατά την έννοια εξάλλου των διατάξεων αυτών, αντικείμενο του ενέχυρου μπορεί να είναι όχι μόνο απαίτηση του προσωπικού οφειλέτη της πιστώτριας κατά τρίτου, αλλά και απαίτηση τρίτου, την οποία ενεχυράζει αυτός για εξασφάλιση χρέους του οφειλέτη στην πιστώτρια. Τέτοια απαίτηση μπορεί να είναι και χρηματική απαίτηση κατά της πιστώτριας Τράπεζας, από κατάθεση χρημάτων σε αυτήν. Ο τρίτος που έδωσε το ενέχυρο δεν δικαιούται να ζητήσει το κλείσιμο του λογαριασμού, αν δεν συμφωνήθηκε από τα μέρη το αντίθετο, αφού η παροχή του ενεχύρου σκοπεί την εξασφάλιση της εισπράξεως του καταλοίπου που θα προκύψει μετά το κλείσιμο του λογαριασμού με τη θέληση των μερών. Επίσης δεν μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό την απαίτηση της πιστώτριας κατά του δικαιούχου της πιστώσεως από τον ανοικτό λογαριασμό, αφού, όπως προειπώθηκε, η ενεχυρούχος δανείστρια γίνεται πραγματική δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως και σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται απαιτητό το ασφαλιζόμενο με το ενέχυρο χρέος με το κλείσιμο του λογαριασμού (ΑΠ 1125/1987 ό.π.). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 1224 εδ.α, 1235 αριθμ. 1, 1243 αριθμ. 1 και 1256 Α.Κ., οι τέσσερες τελευταίες από τις οποίες κατά τα προεκτεθέντα εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο ενέχυρο απαιτήσεως υπέρ τράπεζας ή άλλης ανώνυμης εταιρείας, προκύπτει ότι ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά τρίτου στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής (ΑΠ 1168/2015 ό.π., ΑΠ 1883/2014 ό.π., όπου και ενασχόληση με την αποζημιωτική αξίωση του ενεχυραστή, στην περίπτωση που ο ενεχυρούχος δανειστής αδυνατεί (υπαιτίως) να προβεί σε επανεκχώρηση στον ενεχυραστή της ενεχυρασθείσας απαίτησης, επειδή την εισέπραξε, παρά την γνωστή σε αυτόν προηγηθείσα απόσβεση του ασφαλισθέντος με την ενεχύρασή της χρέους). Εξάλλου, όπως η σύμβαση εκχωρήσεως, έτσι και η σύμβαση ενεχυράσεως είναι δυνατό να έχει αντικείμενο μελλοντική απαίτηση, όπως συμβαίνει όταν η νομική βάση του δικαιώματος υπάρχει κατά το χρόνο της ενεχυράσεως και μόνο οι κατ’ ιδίαν απαιτήσεις από τη σχέση αυτή δεν έχουν γεννηθεί (π.χ. απαιτήσεις για μη ληξιπρόθεσμα μισθώματα) ή όταν δεν έχει γεννηθεί η νομική βάση του δικαιώματος, υπάρχουν όμως ορισμένα στοιχεία, με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να εξατομικευτεί η απαίτηση, κατά την έκταση και το αντικείμενό της, στο χρόνο της γεννήσεώς της (π.χ. μεταβίβαση μισθωμάτων που θα προκύψουν από μελλοντική εκμίσθωση ορισμένου ακινήτου, το ενέχυρο όμως, εφόσον έχουν τηρηθεί οι όροι σύναψης της σύμβασης ενεχυράσεως, θα πάρει νομική υπόσταση τη χρονική στιγμή που θα γεννηθεί η απαίτηση). Αν δεν γεννηθεί η απαίτηση, η σύμβαση ατονεί, αφού δεν έχει αντικείμενο (ενέχυρο), ενώ εξάλλου, η ικανότητα προς διάθεση της απαιτήσεως πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο γεννήσεώς της τελευταίας, αφού τότε ολοκληρώνεται η σύσταση του ενεχύρου και δεν αρκεί να υπάρχει μόνο κατά το χρόνο της συνάψεως της ενεχυρικής συμβάσεως (ΑΠ 956/2015 ό.πή.Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1209, 1210, 1211 εδ. β’, 1218 του ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικούς και όταν το ενέχυρο συνιστάται προς ανώνυμη εταιρεία, το ενέχυρο είναι παρεπόμενο δικαίωμα και συνιστάται για την εξασφάλιση απαιτήσεως, η οποία πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς από τα συμβαλλόμενα μέρη με την ενεχυρική σύμβαση. Αν όμως οι δηλώσεις των μερών καταλείπουν αμφιβολίες για την έκταση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, εφαρμόζονται οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173, 200 ΑΚ, κατά τους οποίους ο δικαστής αναζητεί την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων χωρίς προσήλωση στις λέξεις και ερμηνεύει τη σύμβαση όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Έτσι, αν με το ενέχυρο επιθυμούν τα μέρη να εξασφαλίζεται η δανείστρια Τράπεζα και για μελλοντικές συμβατικές αυξήσεις του ανώτατου ορίου της πιστώσεως, προφανώς θα ορίζουν τούτο (και ειδικότερα το ανώτατο όριο αυξήσεως) ρητώς, λόγω του κινδύνου που εγκυμονεί για τον ενεχυράσαντα η απρόβλεπτη διόγκωση της ευθύνης του από μεταγενέστερες αυξήσεις του ανώτατου ορίου της πιστώσεως, οι οποίες θα εχορηγούντο χωρίς τη συμμετοχή του στην κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων. Τέτοια ερμηνεία συνάδει προς τη συναλλακτική ευθύτητα, προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 1218 εδ. 2 του ΑΚ, η οποία επί ενεχύρου για την εξασφάλιση ξένης οφειλής δεν ανέχεται με νέα δικαιοπραξία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη να γίνει επαχθέστερη η θέση του ενεχυράσασα, εκτός αν αυτός με τη σύμβαση ενεχυράσεως ή με μεταγενέστερη σύμβαση αποδέχτηκε σαφώς τέτοιο αποτέλεσμα. Πρέπει δηλ. να προκύπτει σαφώς ότι οι συμβαλλόμενοι επεδίωξαν να εξασφαλιστεί η ενεχυρούχος δανείστρια Τράπεζα όχι μόνο για την απαίτησή της από την αρχική σύμβαση παροχής πιστώσεως, αλλά και για τυχόν αυξήσεις του ανωτάτου ορίου με μελλοντικές συμβάσεις μεταξύ αυτής και των πιστούχων, χωρίς τη συμμετοχή του ενεχυράσαντος (ΟλΑΠ 38/1988 ό.π., ΑΠ 1048/1998 ό.π.)
IV.Από τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ, όπως το εν λόγω άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α` – 165/25.7.2011), συνάγεται ότι, επί των, κατά την διαδικασία του άρθρου αυτού (270 ΚΠολΔ), δικαζομένων υποθέσεων, όπως είναι οι, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου, δικάζοντος επί εφέσεως κατ` αποφάσεως του τελευταίου (ΑΠ 197/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ), απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων από το Δικαστήριο της ουσίας αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλητεύσεως, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά την λήψη της ενόρκου βεβαιώσεως, οπότε δεν υφίσταται θέμα μη κλητεύσεώς του (ΑΠ 1266/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ). Το Δικαστήριο, εξάλλου, οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της κλητεύσεως του αντιδίκου, γιατί η έλλειψή της έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο χωρίς να απαιτείται και το στοιχείο της βλάβης και επομένως, αν το Δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη του ένορκη βεβαίωση χωρίς να έχει νομίμως κλητευθεί ο αντίδικος (που δεν παρέστη κατά τη λήψη της), λαμβάνει υπόψη του ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 229/2002, ΑΠ 1079/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ). Οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 232/2018, ΑΠ 1105/2015). Περαιτέρω, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται για πρώτη φορά στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 1461/2013). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ.α` ΚΠολΔ στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, και επομένως νομίμως λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο ως νέο αποδεικτικό μέσο ένορκη βεβαίωση, η οποία δόθηκε οποτεδήποτε μετά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1590/2010, ΑΠ 1450/2011, δημ. ΝΟΜΟΣ), εκτός αν η προσκόμιση αυτών αποκρουστεί ρητά από το Εφετείο, διότι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ702/2019 δημ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών με αριθμούς …../14-9- 2017, …./19-9-2017 των μαρτύρων ανταπόδειξης …… και …. αντίστοιχα, που λήφθηκαν μετά από νόμιμη κλήση της ενάγουσας να παραστεί εκεί (αριθμ …./20-08-2017 και …./13-9-2017 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών και Πειραιώς ……. και ……. αντίστοιχα) που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η εναγομένη, την με αριθμό …./20-5-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών της μάρτυρος απόδειξης ……, που προσκομίστηκε επιμελεία της ενάγουσας, ληφθείσας στα πλαίσια προγενέστερης δίκης, η οποία λαμβάνεται υπόψιν για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα υπό των διαδίκων έγγραφα δημόσια και ιδιωτικά, τα οποία επαναπροσκομίζονται και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που καθίστανται κοινά για την απόδειξη των ισχυρισμών και του άλλου διαδίκου (άρθρο 346ΚΠολΔ), για κάποια δε από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς όμως να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (Α.Π.211/2006 ΝοΒ 54.849, Α.Π. 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, Α.Π.250/2000 ΕλλΔνη 41.980), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, (άρθρο 261ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ( άρθρο 336παρ.4 του ΚΠολΔ ). Επίσης λαμβάνονται υπόψιν και οι με αριθμούς ….., ….. και ……/ 19- 12-2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των μαρτύρων απόδειξης ….., …. και ….., αντίστοιχα, που προσκομίζει με επίκληση το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθ529ΚΠολΔ η ενάγουσα- εκκαλούσα και αναφέρει στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, στις οποίες νομίμως και εμπροθέσμως κλητεύθηκε η εναγομένη- εφεσίβλητη όπως παρασταθεί ( σχετ. υπ’αριθμ …./16-12-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), ενόψει του ότι δεν πρόκειται για νέους μάρτυρες, διαφορετικούς από τους εξετασθέντες στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε ότι η ενάγουσα προσκομίζει αυτές από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, καθώς οι ίδιοι μάρτυρες έδωσαν ένορκη κατάθεση και προ της συζητήσεως της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πλην όμως δεν λήφθηκαν υπόψιν, για τυπικό λόγο, καθώς δεν προέκυψε η προηγούμενη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη αυτών, ώστε εν προκειμένω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Την 26-04-2002 η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα συνήψε με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία και ήδη εφεσίβλητη την με αριθμό ….. σύμβαση εντόκου στεγαστικού δανείου, και το με την ίδια ημερομηνία προσάρτημα αυτού, ποσού 44.020,54ευρώ. Η ανωτέρω σύμβαση δανείου συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια 1 θετών και προέβλεπε την εξόφληση δεδουλευμένων τόκων σε 120μηνιαίες δόσεις. Στο προσάρτημα της εν λόγω σύμβασης συμφωνήθηκε στον όρο 2α αυτού « κατά την πληρωμή της τελευταίας δόσης των δεδουλευμένων τόκων … θα αποδοθεί στην Τράπεζα και ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου από το ασφάλισμα του υπ’αριθμ ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου το οποίο έχει εκχωρηθεί στην Τράπεζα δυνάμει της … υπ’αριθμ πρόσθετη πράξης σε συνδυασμό με την από 26-04-2002 σύμβαση ενεχυρίασης ασφαλιστηρίου συμβολαίου» ήτοι κατά τη λήξη αυτής την 22-4-2012. Ήδη δε προς εξασφάλιση του κεφαλαίου του ποσού του ανωτέρω δανείου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, είχε καταρτίσει στις 22-4-2002 ασφαλιστήριο συμβόλαιο με αριθμό …/22-4-2001 που τιτλοφορείται «« Βασική Ασφάλεια ζωής …. – Δημιουργίας Κεφαλαίου», μικτή ασφάλεια με συμμετοχή στα κέρδη για αποπληρωμή στεγαστικού δανείου» με την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……» ισόχρονης διάρκειας με το ανωτέρω στεγαστικό δάνειο, ύψους 44.228ευρώ και συνδεδεμένη με τη λήψη κεφαλαίου (ασφαλίσματος) κατά τη λήξη της. Την απαίτησή της αυτή (το ασφάλισμα) την 26-4-2002 ενεχύρασε και εκχώρησε στην εναγομένη δανείστρια Τράπεζα (σχετ. άρθρο 11 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σε συνδυασμό με τους όρους της από 26-4-2002 σύμβασης ενεχυρίασης και εκχώρησης ασφαλιστικού συμβολαίου). Την εκχώρηση αυτή η τελευταία (εναγομένη Τράπεζα) ανήγγειλε νομίμως στην ασφαλιστική εταιρεία (σχετ. η υπ’ αριθμ…../17-05-2002 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….) και έκτοτε κατέστη νομέας της ενεχυρασθείσας απαιτήσεώς και εδικαιούτο, κατά τους όρους της, να την εισπράξει μέχρι εξοφλήσεως του στεγαστικού δανείου, τυχόν δε μετά την εξόφληση αυτή υφιστάμενο υπόλοιπο της ενεχυρασθείσας απαιτήσεώς όφειλε να το αποδώσει στον ενεχυραστή ανωτέρω (Α.Π. 1168/2015, Α.Π. 480/2006, Α.Π. 1362/2003 οπ). Περαιτέρω, σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων η ενάγουσα εκπλήρωνε με συνέπεια τις υποχρεώσεις της και η έννομη σχέση της με τη δανείστρια Τράπεζα εξελίσσονταν ομαλά, αφού καταβάλλονταν περιοδικός οι προβλεπόμενες μηνιαίες δόσεις των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων επί του κεφαλαίου του χορηγηθέντος δανείου, το οποίο παρέμενε άληκτο καθόλη τη δεκαετή διάρκεια της δανειακής σύμβασης, ενώ πληρώνονταν και τα ασφάλιστρα του προαναφερθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Εντός δε της προβλεπόμενης από τη σύμβαση δεκαετίας (ήτοι από 25-4- 2002 έως 09-10-2012) κατέβαλε στην δανείστρια τραπεζική εταιρεία το σύνολο των δεδουλευμένων τόκων επί του κεφαλαίου του δανείου, ύψους 14.089 ευρώ και επιπλέον στην ασφαλιστική εταιρεία για το χρονικό διάστημα από 22-04-2002 έως 22-04-2009 κατέβαλε το συνολικό χρηματικό ποσό των 29.937,54 (σχετ. το αντίγραφο κίνηση του δανειακού λογαριασμού υπ’αριθ……. της εναγομένης τράπεζας κι η επιστολή-εκκαθάριση του εκκαθαριστή ….. από 1-2-2012 της ασφαλιστικής εταιρείας ήδη σε εκκαθάριση). Ωστόσο η εκχωρηθείσα απαίτησή τους κατά της άνω ασφαλιστικής εταιρείας δεν πληρώθηκε κατά την 09-10-2012, με την καταβολή και της τελευταίας δόσης των δεδουλευμένων τόκων και την εξόφληση αυτών, κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, διότι ήδη από 21-09-2009 δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/16-09-2009 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας «…….» είχε ανακληθεί οριστικά και αυτή είχε τεθεί σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά τις ειδικές διατάξεις του ν.δ.400/1970 (ΦΕΚ 11292/21-09-2009 Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.). Περαιτέρω, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη Τράπεζα στις προτάσεις της, κατόπιν προσκλήσεως του Επόπτη Εκκαθάρισης της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρείας, προέβη την 29-12-2010 σε νόμιμη αναγγελία για τα συμβόλαια ζωής δανειοληπτών της μεταξύ αυτών και του επιδίκου συμβολαίου με συμβαλλόμενη και ασφαλισμένη την ενάγουσα, δυνάμει της σύμβασης ενεχυρίασης και εκχώρησης του συμβολαίου αυτού, σε ασφάλεια του επίδικου ως άνω στεγαστικού δανείου προς την ίδια (σχετ. σελ 29 προτάσεων). Στη συνέχει δε, εκδόθηκε η με αριθμ.2610/27-3-2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήδη τελεσίδικη μετά την έκδοση της υπ’αριθμ 4580/2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία δικάζοντας κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανακοπή κατά του πίνακα-Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων που συνέταξε ο εκκαθαριστής της «…….» της δικαιούχου απαιτήσεων που δεν συμπεριελήφθησαν σε αυτόν, ήτοι και της εδώ εναγομένης δανείστριας Τράπεζας, δέχτηκε κατά ένα μέρος αυτή (ανακοπή) και μεταρρύθμισε την κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης ανωτέρω ασφαλιστικής επιχείρησης και συμπεριέλαβε σε αυτήν (κατάσταση) και την δανείστρια Τράπεζα-ήδη εφεσίβλητη, ως δικαιούχο των απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής και από ασφάλισμα, ως ειδική αυτών διάδοχος δυνάμει των εκεί αναφερομένων συμβάσεων εκχωρήσεως και ενεχυράσεως, ως έχουσα αποκλειστικά η ίδια προνόμιο του αρθ.10 παρ 1 του νδ.400/1970 και όχι οι ασφαλισμένοι και δη για τα ύψος αυτών που επαληθεύτηκαν, ως εξειδικεύει. Στην κατάσταση- κατάλογο που αποτελεί το διατακτικό της ανωτέρω αποφάσεως, συμπεριλαμβάνεται και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που έχει εκχωρηθεί και ενεχυριαστεί στην τελευταία, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, της ενάγουσας με αύξοντα αριθμό ….. και για ποσό 6.261,53ευρώ. Ήδη όμως μετά τη διακοπή της λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας, από τον 2009 η ενάγουσα απευθύνθηκε στον εκκαθαριστή της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρείας που την ενημέρωσε για το ποσό που είχε καταβάλει για ασφάλιστρα ( 29.931ευρώ), ενώ εν συνεχεία το 2012 με έγγραφο του την ενημέρωσε ότι τελικά κατά την εκκαθάριση το ποσό για το οποίο κατετάχθη ανέρχεται σε 6248ευρώ (σχετ. …./27-1-2012). Εν όψει των ανωτέρω απευθύνθηκε στην εναγομένη τράπεζα εγγράφως διαμαρτυρόμενη ενόψει του ότι η ίδια ενώ κατέβαλε το σύνολο του κεφαλαίου στην ασφαλιστική εταιρεία και εκχώρησε την ασφάλεια στην τελευταία καλείται τώρα να το καταβάλει ολόκληρο ( σεχ τη από 29-06- 2012 επιστολή της εναγουσας). Σε απάντηση η εναγομένη της απέστειλε το υπ αριθμ. πρωτ. ……/11-07-2012 έγγραφό της, υπογεγραμμένο από τους αρμοδίους υπαλλήλους της, του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών καταναλωτικής στεγασπκής πίστης, με το οποίο, αφού της επισήμανε, ορθά, την αυτοτέλεια της δανειακής της σύμβασης από αυτή της ασφαλιστικής σύμβασης της με την ασφαλιστική εταιρία, τους γνωστοποιούσε ότι στις 01-06-2012 το άληκτο κεφάλαιο του επιδίκου δανείου της, που τη βαρύνει, ανέρχεται στο ποσό των 44.020,54ευρώ πλέον τόκων του μηνάς Ιουνίου. Παράλληλα δήλωσε στην ενάγουσα ότι συμμερίζεται τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει με την ασφαλιστική εταιρία και προσφέρθηκε να βρουν από κοινού μία λύση για τον τρόπο αποπληρωμής της ανωτέρω οφειλής της προς την ίδια, από τη μεταξύ τους δανειακή σύμβαση, παρακολουθώντας από κοινού τις νομικές εξελίξεις σε σχέση με την εκκαθάριση της ασφαλιστικής εταιρείας. Η ενάγουσα αρνήθηκε την ύπαρξη της άνω οφειλής της προς την εναγομένη, θεωρώντας αποκλειστικά υπόχρεη για την καταβολή της την αντισυμβαλλομένη ασφαλιστική εταιρία, όπως διατείνεται και στην ένδικη αγωγή της, ζητώντας περαιτέρω-με το υπό στοιχείο β αίτημα αυτής την αναγνώριση της ανυπαρξίας της οφειλής της, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, την οποία επικαλείται η εναγομένη με την άνω επιστολή της, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως απορρέουσα από τη μεταξύ τους δανειακή σύμβαση. Με βάση όμως τους ανωτέρω όρους της δανειακής σύμβασης (υπ αριθμ. 10 συνδ. με τον υπ`αριθμ.8), αλλά και της σύμβασης ενεχυρίασης (όρος 8), η εναγομένη δανείστρια τράπεζα έχει κατά της ενάγουσας δανειολήπτριας απαίτηση εκ της μεταξύ τους δανειακής συμβάσεως για το άληκτο κεφάλαιο του χορηγηθέντος σε αυτήν δανείου και σε εκτέλεση των συμβατικών αυτών όρων, με την, ανωτέρω, κατά την ελεύθερη κρίση της, έγγραφη δήλωσή της, το αξίωσε από την ενάγουσα, ως ήδη απαιτητό στο σύνολό του, έχοντας προς τούτο νόμιμο και συμβατικό δικαίωμα, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, προσφερόμενη να τους διευκολύνει περαιτέρω, μόνο στον τρόπο αποπληρωμής του. Η κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως από την ενάγουσα με την άνω ασφαλιστική εταιρία και η ενεχυρίαση στην εναγόμενη της εξ αυτής απαιτήσεώς της για το ασφάλισμα κατά τη λήξη της ασφάλισης, έγινε προς εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης κατά της ενάγουσας οφειλέτηδος της από την ένδικη δανειακή σύμβαση, για απόδοση του χορηγηθέντος δανείου κατά τη συμβατική του λήξη, όπως ρητά άλλωστε αναφέρθηκε στην από 26-04- 2002 σύμβαση ενεχύρου, και σε καμία περίπτωση τα ανωτέρω περιστατικά δεν επάγονται απόσβεση της αντίστοιχης υποχρέωσης της ενάγουσας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται από την τελευταία. Εξάλλου όπως αναφέρθηκε ανωτέρω με στο σχετικό όρο 8 της σύμβασης ενεχύρου και εκχώρησης απαίτησης η εναγομένη τράπεζα δεν κωλύετο από το συσταθέν επί της ασφαλιστικής εταιρείας ενέχυρο, να ασκήσει σε κάθε χρόνο όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα έναντι της αυτής υποχρέου για την αναγκαστική είσπραξη εκ του δανείου απαιτήσεώς της ήτοι ελλείψει διακρίσεως κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Ούτε συνάγεται αντίθετο συμπέρασμα, από όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ότι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη στεγαστικού δανείου και εξόφληση του κεφαλαίου του. Η συνάρτηση επιστροφής του κεφαλαίου του δανείου στην Τράπεζα με την είσπραξη του ασφαλίσματος από την ασφαλιστική εταιρεία, δεν σημαίνει ούτε ότι με την καταβολή του ασφαλίστρου αποσβέννυται η ενοχή προς επιστροφή του δανείου, ούτε ότι η Τράπεζα όρισε την ασφαλιστική εταιρεία ως δεκτική καταβολής, αφού στην περίπτωση αυτή θα είχε συνομολογεί αυτό ρητά. Σημειώνεται δε σε επίρρωση των ανωτέρω, ότι σε κάθε περίπτωση εφόσον κατά την εκκαθάριση της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρεία καταβληθεί κάποιο ποσό στην εναγομένη τράπεζα που αναγγέλθηκε νομίμως και αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος απαίτησης ύψους 6261,53ευρώ, εφόσον η ίδια έχει εξοφληθεί πλήρως από την ενάγουσα, θα επιστραφεί στην τελευταία το ποσό που τυχόν εισπράξει εκ του ασφαλίσματος, όπως δηλώνει η εναγομένη με τις προτάσεις της σε συνδυασμό με τους όρους της σύμβασεως εκχώρησης. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς ότι δεν εξοφλήθηκε το κεφάλαιο του δανείου έστω και εν μέρει μέχρι την ανάκληση της αδείας της ασφαλιστικής εταιρείας, με την πληρωμή του ασφαλίστρου σε αυτήν, ούτε ότι η εναγομένη όρισε δεκτική καταβολής αυτού την τελευταία και συνεπώς δεν χρειάζεται η προσφυγή του δικαστηρίου στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200α ΑΚ για την ερμηνεία των όρων των συμβάσεων όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Περαιτέρω δε στο μέτρο που οι διατάξεις του αρ2 του ν2251/1994 συνιστούν εξειδίκευση της γενικής αρχής του 281ΑΚ η ενέργεια της εναγομένης να αναζητήσει το κεφάλαιο εκ της δανειακής σύμβασης, δεν υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δεν είναι παράνομη και καταχρηστική η συμπεριφορά της, με την έννοια ότι η συνομολόγηση των επίδικων όρων δεν είναι ιδιαιτέρως ζημιογόνοι για την ενάγουσα σε σχέση με το συμφέρον της εναγομένης τράπεζας από την συνομολόγησή τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε της αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ορθά το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των σχετικών λόγων εφέσεως της εκκαλούσας. Λόγω δε της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προαναφερομένου παράβολου που κατατέθηκε από την εκκαλούσα, για το παραδεκτό της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3ΚΠολΔ. Περαιτέρω, πρέπει τα δικαστικά έξοδα και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (αρθ.179, 183ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη από 24-01-2019 (αριθμό καταθ. …./2019) έφεση κατά της υπ’αριθμόν 5094/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά -ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου, που έχει προκαταβληθεί από την εκκαλούσα, στο Δημόσιο Ταμείο
-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την του έτους 2020 στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση. Δημοσιεύτηκε στις 27-5-του έτους 2020 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριό του στην Αθήνα, με την ίδια ανωτέρω σύνθεση και με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ