Απόφαση 4610/2019

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σοφία Φούρλαρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χριστίνα Σαλάππα, Πρωτόδικη – Εισηγήτρια, Σπυρίδωνα Καποδίστρια, Πρωτόδικη, και από τη Γραμματέα Φρειδερίκη Τσόκαρά.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Οκτωβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του ενάγοντος …………., κατοίκου Αθηνών, οδός …….., με ΑΦΜ ……, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Μαρκουλάκου, με αριθμό μητρώου στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών 029936, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …..) κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Παπαστύλου, με αριθμό μητρώου στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών 017408, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Ο ενάγων αιτείται να γίνει δεκτή η από 04.04.2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./1063/8-4-2019, αγωγή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο … με αριθμό …

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου και κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος κυρώθηκε με την υπ’ αριθ 122/1997 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β` 340/24.4.1997) δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης από το άρθρο 7 του Ν. 2396/1997, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι καταρχήν η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τον ορίζοντα αντίληψης, τη μόρφωση και τις γνώσεις του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Γίνεται δεκτό ότι η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για νομικά φορολογικά ζητήματα. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (βλ. Γεωργίου Γεωργιάδη, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙδΔ Η/2008.865 επ). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν επιμελείται της συμπλήρωσης σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική οδηγία 2004/39/ΕΚ, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω, οι επενδυτικές υπηρεσίες έχουν ως αντικείμενο την παροχή δυνατότητας στο επενδυτικό κοινό να τοποθετήσει τα κεφάλαιά του όχι σε χρήματα, αλλά σε επενδυσιακούς τίτλους. Οι τοποθετήσεις αυτές παρουσιάζουν ευκαιρίες μεγάλων αποδόσεων, χωρίς όμως να υπάρχει εγγύηση ούτε ως προς τα επενδυόμενα κεφάλαια, ούτε ως προς τις αποδόσεις, όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις. Επενδυτικές υπηρεσίες προσφέρουν ειδικές επιχειρήσεις αποκλειστικού σκοπού, οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ), μέλη του Χ.Α Α. και πιστωτικά ιδρύματα. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι τράπεζες -όπως άλλωστε και οι άλλες Ε.Π.Ε.Υ.- είναι κατά βάση διαμεσολαβητικές, συνίστανται δε στην αγορά και πώληση επενδυσιακών τίτλων, πελάτες δε των τραπεζών είναι ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές (εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, ασφαλιστικές εταιρίες, ασφαλιστικά ταμεία). Οι πελάτες δίνουν εντολή στην τράπεζα να αγοράσει ή να πωλήσει για λογαριασμό τους μετοχές, ομολογίες ή άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, η δε σχέση που τους συνδέει με την τράπεζα είναι σύμβαση παραγγελίας, ως προς την οποία εφαρμόζονται οι συμβατές προς τον αμειβόμενο χαρακτήρα της διατάξεις για την εντολή και συμπληρωματικά για τη σύμβαση έργου. Οι τράπεζες μπορούν να παρέχουν όλο το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών μέσω του δικτύου των υποκαταστημάτων τους, των θυγατρικών εταιριών τους ή του private banking και έχουν εξελιχθεί σε σοβαρούς ανταγωνιστές των υπολοίπων Ε.Π.Ε.Υ. Ο όρος ιδιωτική τραπεζική ή εχέμυθη τραπεζική δραστηριότητα (private banking) αναφέρεται σε τραπεζικές επενδυτικές και άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις τράπεζες σε ιδιώτες που επενδύουν πολύ μεγάλης τάξης μεγέθους και αξίας περιουσιακά στοιχεία. Ο όρος «ιδιωτική» αναφέρεται στην εξυπηρέτηση των πελατών, η οποία προσφέρεται σε πιο προσωπική βάση από ό,τι στην μαζική αγορά της λιανικής τραπεζικής συναλλαγής, συνήθως μέσω ειδικών συμβούλων της τράπεζας, η δε λέξη «ιδιωτικό» υποδηλώνει τραπεζικό απόρρητο, υπηρεσίες απόλυτης εχεμύθειας ως προς τον εύπορο πελάτη, υπηρεσίες ελαχιστοποίησης των φόρων με προσεκτική κατανομή των περιουσιακών στοιχείων ή με την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων από τις φορολογικές αρχές. Μέσω των υπηρεσιών του private banking ο πελάτης μπορεί να διαλέξει οποιοδήποτε συνδυασμό επιθυμεί για μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου του, έτσι ώστε να αξιοποιήσει την εξειδίκευση που του παρέχει η κάθε υπηρεσία. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι:

α) η «εν λευκώ διαχείριση» (Discretionary), κατά την οποία η τράπεζα αναλαμβάνει τη διαχείριση των κεφαλαίων των πελατών, β) οι συμβουλευτικές υπηρεσίες (Advisory), όπου η τράπεζα παρέχει συμβουλές ενεργούς διαχείρισης σε πελάτες, οι οποίοι λαμβάνουν οι ίδιοι τις τελικές αποφάσεις και γ) η εκτέλεση εντολών (Execution only), κατά την οποία η τράπεζα εκτελεί εντολές πελατών, οι οποίοι επιθυμούν να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται οι ίδιοι το χαρτοφυλάκιό τους. Στην πρώτη περίπτωση («discretionary» portfolio management) πρόκειται για σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, με την οποία ο επενδυτής εξουσιοδοτεί την ΕΠΕΥ ή την τράπεζα να προβαίνει η ίδια κατά την ελεύθερη κρίση της, στο πλαίσιο των γενικών κατευθυντήριων οδηγιών που της παρέχει κατά τη σύναψη της σύμβασης, στη διοίκηση και διαχείριση του χαρτοφυλακίου του (π.χ αγορά ή πώληση τίτλων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό) στο όνομα και για λογαριασμό του, χωρίς να ζητά τη γνώμη του πριν από τη διενέργειά των σχετικών επιμέρους συναλλαγών (βλ. σχετ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος, τόμος II, εκδ 2007, σελ.130, Στ. Γεωργιάδη «Η ευθύνη της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από την παροχή επενδυτικών συμβουλών», 2003, σελ 27) και συνεπώς πρόκειται για μία σχέση άκρας εμπιστοσύνης Στην επενδυτική συμβουλή η τελική επενδυτική απόφαση ανήκει στον ίδιο τον επενδυτή, η συμβουλή δε αυτή αποσκοπεί πάντα στη λήψη συγκεκριμένων επιμέρους επενδυτικών αποφάσεων, σε αντίθεση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, όπου ο διαχειριστής είναι εκείνος που λαμβάνει τις επενδυτικές αποφάσεις και έχει την υποχρέωση διαρκούς επιμέλειας της περιουσίας του επενδυτή (βλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ 28). Ειδικότερη σημασία έχουν οι γνώσεις του συγκεκριμένου πελάτη σχετικά με την σκοπούμενη επένδυση και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Αν πρόκειται για άπειρο ή περιορισμένης οικονομικής επιφάνειας πελάτη, οι τράπεζες υπέχουν αυξημένες υποχρεώσεις σχετικά με τις διδόμενες συμβουλές και τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο (Ν. Ρόκας, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, 2002, σελ. 141, 142). Έτσι, στην δεύτερη περίπτωση, όπου η τράπεζα αναλαμβάνει όχι μόνο να παρέχει συμβουλές στον επενδυτή για την επωφελή τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αλλά και να του παρέχει ειδικές συμβουλές ενεργούς διαχείρισης του κεφαλαίου του, ήτοι να τον καθοδηγεί ως προς τον τρόπο συμμετοχής του στις συναλλαγές χρηματοοικονομικών προϊόντων, η ευθύνη αυτής είναι αυξημένη. Αντίθετα, στην περίπτωση όπου η τράπεζα και η Ε.Π.Ε.Υ. εκτελούν τις εντολές του πελάτη τους (execution only) προς τρίτους η ευθύνη τους εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά είναι περιορισμένης έκτασης, καθώς η παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών περιορίζεται στην ορθή ενημέρωση σχετικά με το είδος και τη φύση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, την ενημέρωση των επενδυτικών επιλογών που έχει ο πελάτης, τον κίνδυνο των επιλογών αυτών και την πληροφόρηση για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Στην περίπτωση αυτή ο επενδυτής – διαχειριστής του χαρτοφυλακίου του παρακολουθεί τις εξελίξεις και με βάση την άνοδο ή υποχώρηση των τιμών εκτιμά την κατάσταση και καταλήγει στην προσήκουσα επενδυτική κίνηση (διατήρηση με την ελπίδα ανάκαμψης ή άμεση εκποίηση των αποκτηθέντων τίτλων). Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την αρχή βέλτιστης εκτέλεσης (best execution principle), η οποία ήδη προβλεπόταν από το άρθρο 9 1. του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ και καθιερώνεται με το άρθρα 27 παρ.1 του Ν· 3606/2007, οι ΕΠΕΥ όταν εκτελούν εντολές των πελατών τους, οφείλουν να λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο ώστε να επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη λαμβάνοντας υπ` όψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιονδήποτε άλλο παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής, καθώς και τη βαρύτητα που αποδίδει κάθε επενδυτής σε αυτούς τους παράγοντες (βλ. Ασπ. Παναγιωτοπούλου, «Οι πρωτογενείς υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης και αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου με αφορμή το Ν. 3606/2007 μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ», ΕΤρΑξΧρΔ 57). Η υποχρέωση της ΕΠΕΥ συνίσταται στην υιοθέτηση κατάλληλων διαδικασιών και στην εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής βέλτιστης εκτέλεσης, ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα. Εντούτοις, η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης δεν εκτείνεται στην εγγύηση της ΕΠΕΥ της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου της ΕΠΕΥ (βλ. σχετ. Α. Κουλορίδα, «Η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης των εταιριών βροχής επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με το Ν. 3606/2007», ΔΕΕ 2009.414 επ., 417, 418). Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, όπου ο επενδυτής καθορίζει ο ίδιος τον τρόπο διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, δεν παύει να στηρίζει τις επιλογές του στις συμβουλές που έχει λάβει πριν τη διαβίβαση των εντολών του προς την τράπεζα. Συνεπώς, και στην περίπτωση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό, ότι έχει συναφθεί σιωπηρά σύμβαση παροχής επενδυτικών σύμβουλων, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί γι` αυτήν κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη (βλ. σχετ. Στ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 70, Τριανταφυλλάκη, «Η ευθύνη των ΕΠΕΥ έναντι των επενδυτών για παράλειψη πληροφόρησης ή παροχής εσφαλμένων συμβουλών», ΧρΙΔ 2001.23). Περαιτέρω, η ενημέρωση του επενδυτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το πρόσωπο του επενδυτή και την παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία. Συγκεκριμένα, οι Ε.Π ΕΎ, κατά τη διάρκεια της παροχής επενδυτικών συμβουλών οφείλουν να προβαίνουν σε έλεγχο καταλληλότητας της συγκεκριμένης κατηγορίας που χρηματοπιστωτικού μέσου (suitability requirement) που πρόκειται να προτείνουν στον δυνητικό πελάτη, αφού λάβουν υπόψη τους τον ορίζοντα αντίληψης και την μόρφωσή του, την επενδυτική του εμπειρία και το επίπεδο αυτής, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή του κατάσταση, τον επενδυτικό στόχο και τη προθυμία διακινδύνευσης. Παράγοντες που συναπαρτίζουν τον επενδυτικό στόχο είναι κυρίως: α) η σχέση απόδοσης – κινδύνου, ήτοι η συγκεκριμένη επενδυτική στρατηγική που επιθυμεί να ακολουθήσει ο επενδυτής, με βάση την αρχή ότι τα προσδοκώμενα οφέλη είναι ανάλογα με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο, β) η διάρκεια της επένδυσης, γ) το κίνητρο που ωθεί στην επένδυση και δ) η προθυμία διακινδύνευσης (βλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό π., σελ. 137-140). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ανωτέρω έρευνας των ως άνω εταιριών σχετικά με το «προφίλ» του υποψηφίου επενδυτή, εντάσσεται και η λήψη πληροφοριών εκ μέρους τους σχετικά με την πείρα και τη γνώση του επενδυτή σε σχέση με το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό προϊόν, ώστε να μπορέσουν να κρίνουν αν αυτό είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο πελάτη, ασκώντας δηλαδή έλεγχο συμβατότητας. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις των Α.Ε.Π.Ε.Υ. ήδη έχουν συγκεκριμενοποιηθεί και καθιερώνονται σαφώς ως επαγγελματικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς δυνάμει του άρθρου 25 παρ. 1-5 του Ν. 3606/2007, ο οποίος όμως δεν υποχρεώνει τις ανωτέρω εταιρίες που έχουν αντικείμενο αποκλειστικά την εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών να προβαίνουν και σε έλεγχο συμβατότητας υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου. Περαιτέρω, η διασφάλιση των συμφερόντων του υποψήφιου επενδυτή προϋποθέτει όχι μόνο ότι παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα οποία προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του, αλλά και ότι προηγείται και σαφής ενημέρωση σχετικά με το αντικείμενο της συγκεκριμένης επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για την ύπαρξη ή μη ασφαλιστικής κάλυψης του προτεινόμενου τίτλου. Μεγάλη σημασία για την εκτίμηση της φερεγγυότητας του εκδότη αποτελεί το rating, αντικείμενο του οποίου είναι η εκτίμηση-πρόγνωση αν ο εκδότης του τίτλου είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς πληρωμή τόκων και επιστροφή του κεφαλαίου, που τον βαρύνουν έναντι των επενδυτών. Για να διατυπώσουν την κρίση αυτή, οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι συνεκτιμούν τα ατομικά δεδομένα της εκδότριας επιχείρησης, τις συνθήκες στον κλάδο αυτό όπου αυτή δραστηριοποιείται, αλλά και την κατάσταση της οικονομίας στη χώρα του εκδότη. Η εκτίμηση της φερεγγυότητας εκφράζεται με σύμβολα (π.χ. A, ΒΒ, CCC), δημοσιεύεται ανάλογα με το πρακτορείο που την εκδίδει, με αποστολή καταλόγων στους συνδρομητές του, με ηλεκτρονικά μέσα ή και με καταχωρήσεις στον τύπο και αποτελεί μια αντικειμενική, ακριβή και επίκαιρη εικόνα της πορείας του εκδότη, την οποία οφείλει να παρουσιάζει η τράπεζα κι η ΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών στο επενδυτή (βλ. BGH Entscheidung 6/7/1993-ΧΙ ZR 12/93 και Α. Γκούσκου «Η έκταση της υποχρέωσης τράπεζας προς παροχή επενδυτικών συμβουλών, ΕΕμπΔ 1995.137 επ.). Εξάλλου, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, «Τα επενδυτικά προϊόντα και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010.136). Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Έτσι, ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων (βλ. Γ. Γεωργιάδη, «Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008.865 επ). Η ενημέρωση του πελάτη από την εταιρία πρέπει να είναι επαρκής και μπορεί να γίνει τόσο με προφορικό όσο και με έγγραφο μέσο (άρθρο 4.2 ε` ΚΔΕΠΕΥ). Αν η ΕΠΕΥ διαθέτει μακροχρόνιες συναλλακτικές σχέσεις με το συγκεκριμένο πελάτη, ορισμένα ή όλα τα στοιχεία για το επενδυτικό του προφίλ θα είναι γνωστά σε αυτή από τις σχέσεις αυτές, και συνεπώς στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση ερωτηματολογίου (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π σελ. 144-145). Περαιτέρω, η απόκτηση επαφής του επενδυτή με την τράπεζα, με αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και συμβουλών, προκειμένου αυτός να συνάψει την αγορά κάποιων τίτλων, σημαίνει έναρξη διαπραγματεύσεων για σύναψη σύμβασης και δημιουργεί μία σχέση παρόμοια της συμβατικής. Ωστόσο, οι διατάξεις των άρθρων 197-198 ΑΚ για την προσυμβατική ευθύνη δεν μπορούν να καλύψουν τη ζημία του επενδυτή από την παροχή εσφαλμένης, μη πλήρους, ακατάλληλης ή ασαφούς συμβουλής, διότι από τη στιγμή που ο επενδυτής, μετά τις σχετικές διαπραγματεύσεις, αποφασίσει να εμπιστευθεί τη συγκεκριμένη ΕΠΕΥ και ξεκινήσει η επενδυτική συζήτηση, έχει ήδη συναφθεί η σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Οι παραβιάσεις ωστόσο των ανωτέρω υποχρεώσεων της τράπεζας και των Ε.Π.Ε.Υ. στοιχειοθετούν παράνομη συμπεριφορά, εφόσον αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 281, 288 του ΑΚ ή του Ν. 3606/2007, που επιβάλλει στις ΕΠΕΥ την παροχή ορθής, πλήρους, σαφούς και κατάλληλης συμβουλής και πληροφόρησης. Συνεπώς, εφόσον η εν λόγω συμπεριφορά είναι υπαίτια και επιφέρει αιπωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα και ΕΠΕΥ σε αποζημίωση κατ’ άρθρο 914 ΑΚ (βλ. σχετ. Β. Ζησιάδη, Η οικονομική εγκληματικότητα 2001, σελ. 36 επ., Ν. Κουράκη, Τα οικονομικά εγκλήματα I. 1938, σελ. 31 επ., 38 επ., I. Μανωλεδάκη, ΕφΑΘ 4348/2008 δημ. Νόμος, Σπύρου Δ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010.863 επ), καθώς αυτές ευθύνονται για κάθε πταίσμα των παρεχόντων επενδυτικές συμβουλές υπαλλήλων ή οργάνων τους (βλ. άρθρα 914, 330 σε συνδ. με άρθρο 922 ΑΚ). Ειδικότερα, η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας, εκ μέρους της Τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες, παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο εκδ 2004, σ. 798-803, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος εκδ. 1999, σ. 599- 600). Τέτοια μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού (βλ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο I εκδ. 2001 σ. 93 – 94, 210 – 211). Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του, και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτή αδικοπραξίας είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, η οποία από πρόθεση επιχειρήθηκε ή και από παράλειψη αυτού, η δε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στο πλαίσιο της αντίθεσης αυτής περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά που επιδεικνύει ο συμβαλλόμενος, αποκρύπτοντας από τον αντισυμβαλλόμενό του περιστατικά τα οποία, αν γνώριζε ο τελευταίος, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφασή του να προβεί στην κατάρτιση της σύμβασης. Επομένως, στην ανωτέρω παράνομη συμπεριφορά εντάσσεται και η παράλειψη όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως ν` αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει αν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Για την εφαρμογή της ΑΚ 919 απαιτείται δόλια πρόκληση ζημίας, δηλαδή αρκεί η ΕΠΕΥ να προέβλεπε ότι από τη συμπεριφορά της ήταν δυνατό να προκληθεί ζημία στην περιουσία του επενδυτή, αποδεχόμενη το ενδεχόμενο αυτό. Επομένως, ευθύνη της ΕΠΕΥ μπορεί να προκύψει όταν αυτή παρέχει στον πελάτη της ανακριβείς πληροφορίες εν γνώσει της ανακρίβειάς τους ή όταν έχει θετική γνώση στοιχείων που θέτουν σε αμφισβήτηση την ασφάλεια της επένδυσης (πχ. ενός Down-Rating), τα οποία αποσιωπά, συστήνοντας στον επενδυτή να επενδύσει. Αν όμως η ΕΠΕΥ δεν έχει θετική γνώση του εσφαλμένου ή ελλιπούς της συμβουλής της, είναι δυσχερές να διαγνωστεί δόλος αυτής, έστω και ενδεχόμενος, και εξίσου δύσκολο να θεμελιωθεί αντίθεση της συμπεριφοράς της στα χρηστά ήθη (βλ. σχετικά Στ. Γεωργιάδη, ό.π, σελ. 231-234). Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του 1 άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 § 3 του ίδιου νόμου, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει ττροεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (βλ. Ψυχομάνη, ό.π. σ. 15-16, Καράκωστα, «Οι γενικοί όροι των τραπεζικών υπηρεσιών και ο καταναλωτής» ΧρΙδΔ 2003.97 επ., Βασιλόπουλο σε Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, I εκδ. 2008, σ. 39 επ., Χριστιανού, «Η προστασία του επενδυτή ως καταναλωτή στο κοινοτικό δίκαιο» ΕλλΔνη 43.1553 επ., Αυγητίδη, «Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής» ΕπισκΕμπΔικ 2001.286). Ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» -και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» -και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως -με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του Ν. 2251/1994). Τούτο είναι σύμφωνο, εξάλλου, και με το άρθρο 8 § 1 του ιδίου νόμου κατά το οποίο: «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Σπύρου Δ Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010.863 επ.). Η διάταξη αυτή περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος, εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης. Σύμφωνα με το άρθρο 8 § 4 του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 § 3 του Ν. 3587/2007, η αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελίωσης της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 1227/2007 δημ. Νόμος, Απ. Γεωργιάδη ό.π. Γενικό Μέρος σ. 656-657, Καράκωστα σημ. σε ΕφΑθ 4495/2002 ΔΕΕ 2004 206 – 207, Φουντεδάκη, Αστική Ιατρική Ευθύνη, σ. 98 επ., 335 επ.). Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενα κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης, στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, την έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τελευταίας και της ζημίας ή την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (βλ. ΑΠ 535/2012 δημ. Νόμος, Καράκωστα, Προστασία του καταναλωτή εκδ. 1997 σ. 137 επ., Κάτσα σε Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, II εκδ. 2008. σ. 1358 επ., Φουντεδάκη, ό.π. σ 103 επ.). Ειδικά δε, για το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής και της παράλειψης του πιστωτικού ιδρύματος να τον ενημερώσει επαρκώς, το θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως εξής: Πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν αιτία της απόφασης του επενδυτή να αγοράσει το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν ήταν η παράβαση της υποχρέωσης της τράπεζας να του δώσει τις κατάλληλες συμβουλές. Οπότε απαλλάσσεται ο επενδυτής από το βάρος απόδειξης της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της τράπεζας και της ζημίας του με το εξής σκεπτικό, όταν μια τράπεζα έχει παραβιάσει την υποχρέωσή της για παροχή συμβουλών σε επενδυτή είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ο επενδυτής θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της, αν του την είχε παράσχει, οπότε δεν θα είχε επέλθει σε αυτόν η ζημία. Κατά συνέπεια η τράπεζα είναι αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι για συγκεκριμένους λόγους ο επενδυτής δεν θα είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της και θα επερχόταν σε αυτόν ζημία ούτως ή άλλως. Για να απαλλαγεί λοιπόν από την ευθύνη της πρέπει η τράπεζα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να καθιστούν πολύ πιθανό ότι ο πελάτης της θα λάμβανε την ίδια απόφαση, ακόμα και αν αυτή δεν είχε παραβεί την υποχρέωσή της για παροχή των απαραίτητων συμβουλών. Δηλαδή το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδείξει ότι ο επενδυτής θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες (βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, «Τα επενδυτικά προϊόντα και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών», ΔΕΕ 2010.137) Ωστόσο, η στοιχειοθέτηση πταίσματος είναι δυσχερής στην περίπτωση όπου από το επιλεγέν είδος επένδυσης προκληθεί ζημία στον επενδυτή, ο οποίος αναλαμβάνει μετά την παροχή των συμβουλών τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του, δεδομένου, ότι για να υπάρχει υποχρέωση  αποκατάστασης της ζημίας, θα πρέπει η ζημία να ήταν προβλέψιμη από έναν έμπειρο επενδυτικό σύμβουλο, στοιχείο όμως εξαιρετικά ρευστό, εκτός αν αυτός εγγυήθηκε ορισμένη απόδοση. Επίσης, σημαντικό ρόλο για την εκτίμηση της υπαιτιότητας της τράπεζας παίζει η στάση του επενδυτή, όπως το αν γνώριζε ή αποδέχθηκε τους κινδύνους, καθώς και η έκταση επέμβασής του στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου (βλ. σχετ. Ν. Ρόκα, ό.π, σελ. 140). Σύμφωνα με την παρ. 4 εδ. β` περ. ε’ του ανωτέρω άρθρου, για την έλλειψη της υπαιτιότητας λαμβάνεται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και οι ειδικές κατά περίπτωση συνθήκες, όπως είναι η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, η οποία στην περίπτωση της προαναφερόμενης τρίτης μορφής του private banking είναι ευρεία, διότι, πέραν του ανωτέρω περιεχομένου αυτής, στο πεδίο των επενδυτικών συμβουλών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επερχόμενη ζημία είναι έμμεση, αφού δεν προκύπτει ευθέως από την παροχή εσφαλμένης συμβουλής, αλλά προκαλείται από την κατοπινή συμπεριφορά του ζημιωθέντος, που αποφασίσθηκε επί τη βάσει των δοθεισών πληροφοριών (βλ. Στ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ.. 256). Παράλληλα, ευθύνη από αδικοπραξία μπορεί να δημιουργήσει και η χρήση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων και των Ε.Π.Ε.Υ. αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από την εμπορική συναλλαγή (βλ. άρθρα 9 γ – 9ε του Ν.2251/1994). Με τον όρο «εμπορική πρακτική» νοείται μεταξύ άλλων κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του marketing ενός εμπορεύματος, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές (βλ. ΔΕΚ, απόφαση από 23.04.2009, συνεκδ. Υποθ 0-261/2007 και C-299/2007, ΔΕΕ 2009, 934 επ). Για το χαρακτηρισμό μίας εμπορικής πρακτικής ως αθέμιτης πρέπει να ερευνηθεί στην περίπτωση της προώθησης χρηματοοικονομικών προϊόντων από τις τράπεζες και τις Ε.Π.Ε.Υ. αν οι αρμόδιοι υπάλληλοι αυτών ενημέρωσαν τον υποψήφιο επενδυτή περί το είδος και τη φύση ων προϊόντων που αγοράζει και τους κινδύνους που περικλείει η αγορά αυτή ή του παρέστησαν ψευδή χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προϊόντος, καθώς και αν παρέλειψαν να δώσουν ουσιώδεις πληροφορίες ως προς την επένδυση στον πελάτη τους, με αποτέλεσμα ο επενδυτής να σχηματίσει μη τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, που τον οδήγησε σε συγκεκριμένη συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε και συνεπώς δεν θα ζημιωνόταν. Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 ΑΚ) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στο πλαίσιο των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές “υποχρεώσεις” αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρότασης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, που θεωρούνται επίσης συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη (Ψυχομάνης, 6η σελ. 35η ). Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση. Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών, με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ.). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβασή της θα σήμαινε παρανομία) είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, 4617/2012, Σταθόπουλος Γεν. Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 798 επ). Ακόμη, όταν η πράξη ή η παράλειψη, που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, είναι συγχρόνως και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής (ΟλΑΠ 967/1973 ό.π, ΑΠ 1123/2006 Ελλ.Δνη 47.1433, ΑΠ 1120/2005 δημ Νόμος, ΕφΑΘ 7466/2007 ΕλλΔνη 49.930).

 

Με την κρινόμενη από από 04.04.2019, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./1063/8-4-2019, αγωγή του, ο ενάγων, ο οποίος είναι 60 ετών, απόστρατος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, που μετά την αποστρατεία του άσκησε επιχειρηματική δραστηριότητα, ισχυρίζεται ότι το έτος 2009 αιτήθηκε, μαζί με την πρώην σύζυγό του, από την εναγομένη να του χορηγηθεί στεγαστικό δάνειο, ύψους 300.000 ευρώ, προκειμένου να αγοράσει ένα ακίνητο στη Μυτιλήνη, αίτημα που έγινε δεκτό από την εναγομένη. Ότι ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης, ……….., του ανέφερε πως για την εκταμίευση του δανείου απαιτούταν η εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης είτε με εγγραφή προσημείωσης είτε με δέσμευση χρημάτων, ενώ ταυτόχρονα του πρότεινε ως συμφέρουσα λύση, αντί των ανωτέρω δύο επιλογών, να τοποθετήσει τα χρήματά του σε ένα επενδυτικό προϊόν, έκδοσης της εναγομένης, δεκαετούς λήξης, απολύτως εξασφαλισμένο, με εγγύηση κεφαλαίου όμοια με αυτή των προθεσμιακών καταθέσεων και με εγγυημένη υψηλή τοκοδοσία, το οποίο θα συνιστούσε ενέχυρο για την εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης εκ του στεγαστικού δανείου. Ότι, εν τέλει, αφού ο ανωτέρω υπάλληλος της εναγομένης τον διαβεβαίωσε ότι το κεφάλαιό του θα ήταν απολύτως εξασφαλισμένο και δεδομένης της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, στις 03.09.2009 επένδυσε το ποσό των 505.035 ευρώ στο ομόλογο «……………….», ονομαστικής αξίας 500.000 ευρώ, με εκδότρια τη θυγατρική της εναγομένης εταιρία με την επωνυμία «……………………………» (μεταγενέστερα «……………………), εδρεύουσα στη Νήσο – Κράτος ……., με εγγυημένη επιστροφή ολόκληρου του επενδεδυμένου κεφαλαίου του κατά τη λήξη του ανωτέρω ομολόγου, ήτοι σε δέκα (10) έτη. Ότι ο ανωτέρω υπάλληλος με πιέσεις του τον ανάγκασε να προβεί άμεσα στην επένδυση αυτή, χωρίς να του αφήσει χρονικό περιθώριο ενημέρωσής του πάνω στο συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και χωρίς να του χορηγήσει ενημερωτικό υλικό σχετικά με αυτό, ενέργειες στις οποίες όφειλε να προβεί, αφού ο ίδιος είχε το προφίλ του συντηρητικού μικροεπενδυτή, επιθυμώντας μόνο συντηρητική και βραχυπρόθεσμη επένδυση, χωρίς κανέναν κίνδυνο για το κεφάλαιο και με ικανοποιητική απόδοση. Ότι από την επένδυσή του αυτή ελάμβανε κανονικά ανά τρίμηνο τόκους, ύψους 10.312,50 ευρώ, έως το μήνα Μάιο του έτους 2013, οπότε ενημερώθηκε από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο της εναγομένης ότι η τελευταία, λόγω οικονομικών δυσχερειών, δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της εκ του ομολόγου, ήτοι στην καταβολή τόκων, ενώ του αποκάλυψε για πρώτη φορά ότι η εναγομένη δεν ήταν υποχρεωμένη να του επιστρέφει το κεφάλαιό του κατά τη λήξη του ομολόγου, γιατί αυτό ήταν άληκτο. Ότι, κατόπιν της εξέλιξης αυτής, ως ενδεδειγμένη λύση του πρότεινε να ανταλλάξει το ομόλογο με μετοχές της εναγομένης, τις οποίες θα μπορούσε να πωλήσει αργότερα μέσω χρηματιστηρίου σε συμφέρουσα γι’ αυτόν τιμή και όταν η τιμή της μετοχής της εναγομένης θα βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που του το παρουσίασε ως βέβαιο. Ότι πέραν του ανωτέρω υπαλλήλου, ήρθε σε επικοινωνία και με ανώτερο στέλεχος της εναγομένης, τον …….., ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η μετατροπή του ομολόγου σε μετοχές ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα και επωφελής γι’ αυτόν λύση, αφού θα ελάμβανε μετοχές ίσης αξίας με το επενδεδυμένο κεφάλαιό του, οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν ως εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης εκ του στεγαστικού δανείου, χωρίς να απαιτείται κάποια επιπλέον υποχρέωση εκ μέρους του για την εξασφάλιση αυτή, ενώ τον διαβεβαίωσε ότι ένα μέρος των μετοχών δεν θα ενεχυραζόταν, ώστε να μπορέσει να τις πωλήσει σε συμφέρουσα τιμή, όταν η τιμή της μετοχής θα έφθανε έως το 1,60 ευρώ ανά μετοχή, γεγονός που του το παρουσίασε ως βέβαιο. Ότι πεισθείς στα ανωτέρω, υπέγραψε την αντίστοιχη συμφωνία στις 03.06.2013 και αντάλλαξε το ομόλογο με 324.483 μετοχές της εναγομένης, επί των οποίων σύστησε ενέχυρο υπέρ της τελευταίας προς εξασφάλιση του στεγαστικού δανείου. Ότι από τις πρώτες ημέρες της μετατροπής επεδίωξε να πωλήσει κάποιες μετοχές, δίνοντας προφορική εντολή στην εναγομένη να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, αλλά η εναγομένη αρνούταν να προβεί στην πώληση, διατεινόμενη ότι αν πωληθεί έστω και μέρος των ελεύθερων, άνευ ενεχύρου, μετοχών, το εναπομείναν υπόλοιπο δεν θα επαρκούσε για την εξασφάλιση της απαίτησής της εκ του στεγαστικού δανείου λόγω του ότι η τιμή της μετοχής κυμαινόταν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, ήτοι στο ποσό των 0,5980 ευρώ ανά μετοχή ένα μόλις μήνα μετά τη μετατροπή και έτεινε φθίνουσα, αγγίζοντας μόλις το ποσό των 0,4100 ευρώ ένα χρόνο περίπου αργότερα. Ότι εξ αυτού του λόγου, η εναγομένη απαίτησε την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε βάρος του ακινήτου για την αγορά του οποίου είχε ληφθεί το στεγαστικό δάνειο, η οποία και έλαβε χώρα τον Απρίλιο του έτους 2014, καθώς οι ενεχυρασμένες μετοχές είχαν πλέον αξία ύψους μόλις 133.038,03 ευρώ και δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί από αυτές η απαίτηση της εναγομένης, που ανερχόταν την περίοδο εκείνη στο ποσό των 260.000 ευρώ. Ότι τελικά, εξαιτίας των διαδοχικών συγχωνεύσων μετοχών (reverse split), η εναγομένη τον ενημέρωσε ότι σήμερα κατέχει μόνο 3.244 μετοχές, εκ των οποίων οι 2.969 μετοχές είναι ακόμη ενεχυρασμένες, χρηματιστηριακής αξίας στις 31.12.2018 ανερχόμενης μόλις στο ποσό των 0,5400 ευρώ ανά μετοχή. Ότι, συνεπεία των ανωτέρω, τα χρήματα που επένδυσε απωλέσθηκαν, καθόσον το επενδυτικό προϊόν, στο οποίο, με ιδιαίτερη πίεση, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης του πρότειναν να τοποθετήσει τα χρήματά του ήταν επισφαλές, αφού η εκδότρια εταιρία του ομολόγου ήταν οικονομικώς αφερέγγυα, γεγονός το οποίο ήδη γνώριζαν οι υπάλληλοι της εναγομένης, αφού η εναγομένη από το Φεβρουάριο του έτους 2009 παρουσίαζε καθοδική πορεία και ο οίκος αξιολόγησης .. είχε υποβαθμίσει τις μακροπρόθεσμες καταθέσεις και τα χρέη της στο Α1 από Aa3 και την πιστοληπτική της ικανότητα στο C από C+. Ότι ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης δεν του ανέφερε ποτέ ότι το ομόλογο ήταν τελικά αόριστης διάρκειας (αέναο) και μειωμένης εξασφάλισης, καθώς και ότι, όχι μόνο δεν τον διαφώτισε σχετικά κατά τη διάρκεια των ετών 2009-2013, αλλά τον παραπλάνησε και τον διαβεβαίωνε ότι η επένδυσή του ήταν βραχυπρόθεσμη, ενώ ουδέποτε του χορηγήθηκε έγγραφη ενημέρωση σχετικά με το επίδικο ομόλογο. Ότι, κατά τη μετατροπή του ομολόγου σε μετοχές της εναγομένης, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης συνέχισαν να τον παραπλανούν, παρουσιάζοντας τη μετατροπή ως την πιο ενδεδειγμένη λύση, πείθοντάς τον ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μην απολέσει την αξία του κεφαλαίου του, αφού θα ελάμβανε μετοχές ίσης αξίας, για τις οποίες τον διαβεβαίωναν ότι η τιμή τους θα κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς και ότι θα μπορούσε μέρος αυτών να το ρευστοποιήσει σταδιακά στο χρηματιστήριο, αλλά τελικά τίποτα εκ των ανωτέρω δεν συνέβη, διότι ούτε να πωλήσει τις μετοχές μπορούσε, η τιμή των οποίων έβαινε συνεχώς μειούμενη, παρά τις διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της εναγομένης, ενώ αναγκάστηκε, πέραν της ενεχυρίασης των μετοχών, να εγγράφει και προσημείωση υποθήκης σε βάρος του αγορασθέντος ακινήτου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαίτηση της εναγομένης από το στεγαστικό δάνειο που είχε λάβει από αυτή. Ότι με τη συμπεριφορά της εναγομένης, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, παραβιάστηκαν όσα επιτάσσει ο Κώδικας Δεοντολογίας Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και του Ν. 3606/2007, αφού ο ίδιος δεν είχε επαρκή πληροφόρηση τόσο για την τοποθέτηση των χρημάτων του στο ανωτέρω ομόλογο, όσο και για τη μετατροπή του σε μετοχές της εναγομένης, ενώ παράλληλα με την παραβίαση του ανωτέρω Κώδικα η συμπεριφορά της εναγομένης αντίκειται και στις διατάξεις των άρθρων 288, 914, 919 ΑΚ, καθώς και στις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Επίσης, ισχυρίζεται ότι μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης συνήφθη σιωπηρή σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών με αντικείμενο την προώθηση των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, ενώ καταρτίστηκε μεταξύ τους και σύμβαση εκτέλεσης/λήψης και διαβίβασης εντολών για λογαριασμό του ενάγοντος, με σκοπό την αγορά των επίδικων προϊόντων, κατά την κατάρτιση των οποίων οι υπάλληλοι της εναγομένης δεν του παρείχαν τη δέουσα πληροφόρηση και συμβουλή, με αποτέλεσμα η εναγομένη να ευθύνεται και ενδοσυμβατικά για την ανωτέρω περιγραφείσα συμπεριφορά των υπαλλήλων της. Ότι η ζημία που υπέστη συνίσταται στην απώλεια του επενδεδυμένου κεφαλαίου του στο σύνολό του, ήτοι στο ποσό των 505.035 ευρώ, καθώς και στο ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο θεωρεί ως δίκαιο και εύλογο για τη χρηματική ικανοποίησή του λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά της εναγομένης. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων αιτείται να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 505.034 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και όλως επικουρικά αιτείται να υποχρεωθεί ο ίδιος να αποδώσει τις υπό την κυριότητά του 3.244 μετοχές της εναγομένης ταυτόχρονα με την καταβολή από την τελευταία της ανωτέρω αποζημίωσης, άλλως, αν ήθελε κριθεί ότι οι 3.244 μετοχές της εναγομένης, κυριότητας του, είχαν κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής αξία ύψους 2.350,278 ευρώ, να προσδιοριστεί η ζημία του με βάση τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ της αξίας κτήσης των επίδικων τίτλων αφαιρουμένης της χρηματιστηριακής αποτίμησής τους κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής. Τέλος, αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, τηρηθείσας της νόμιμης προδικασίας, με την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (άρθρα 215 και 237 ΚΠολΔ, βλ. και την υπ’ αριθμ. …../15-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………..), εισάγεται δε στο αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9,10, 14 παρ.2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) Δικαστήριο, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, απορριπτομένης της δικονομικής ένστασης που προέβαλε η εναγομένη περί μη προκαταβολής των εξόδων για προηγηθείσα της παρούσας αγωγή, και δη της από 03.07.2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2308/2017, αγωγής του ενάγοντος σε βάρος της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 2360/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι η προβολή της ανωτέρω ένστασης προτείνεται μόνο στην περίπτωση που ο ενάγων παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και στη συνέχεια την επανασκήσει, ενώ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η προγενέστερη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Περαιτέρω, η υπό κρίση είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον ο ενάγων παραθέτει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση της αξίωσής του, ενώ είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 299, 300, 334 παρ. 1, 340, 346, 361, 713 επ„ 914, 919, 932 ΑΚ, στα άρθρα 4, 4α, 8, 9α – 9θ Ν. 2251/1994, στις διατάξεις του Ν. 3606/2007, καθώς και στα άρθρα 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, πλην των επικουρικών αιτημάτων της αγωγής, τα οποία πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα, διότι, όσον αφορά στο δεύτερο επικουρικό αίτημα, ο ενάγων προσδιορίζει τη ζημία του σε συνδυασμό με τις εναπομείνασες 3.244 μετοχές της εναγομένης, τις οποίες έχει στην κατοχή του, λαμβάνοντας ως βάση τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής της εναγομένης κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής και ζητώντας να αφαιρεθεί αυτή από την αξία που είχαν οι εν λόγω μετοχές κατά το χρόνο κτήσης τους, όταν με αυτές αντηλλάγησαν οι επίδικοι τίτλοι (ομόλογα), την αφαίρεση δε αυτή την αιτείται λόγω της πτώσης της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εναγομένης κατά τη διακύμανση της τιμής της στο χρηματιστήριο μετά την ανταλλαγή των επίδικων τίτλων (ομολόγων) με αυτές. Η μεταβολή όμως της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής (πτώση αυτής), με βάση την οποία ο ενάγων προσδιορίζει και τη σχέση ανταλλαγής των αναφερομένων στην αγωγή του επίδικων τίτλων (ομολόγων) με τις μετοχές της εναγομένης, δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, διότι η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής είναι μεταβαλλόμενο μέγεθος, το οποίο επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες και το οποίο, εφόσον δεν εκποιηθεί η μετοχή σε συγκεκριμένη τιμή, δεν μπορεί να προκαλέσει συγκεκριμένη και εκκαθαρισμένη ζημία. Άλλωστε, ο ίδιος ο ενάγων δεν κάνει λόγο για μεταγενέστερη εκποίηση μετοχών σε τιμή μικρότερη της κτήσης τους, ώστε να στοιχειοθετείται πραγματική ζημία του, επικαλούμενος αποκλειστικά ως ζημιογόνο γεγονός και γενεσιουργό λόγο ευθύνης τη διακύμανση (πτώση) της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εναγομένης, αλλά απλώς αναφέρει ότι ζημιώθηκε εξαιτίας της διακύμανσης της τιμής της μετοχής της εναγομένης σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα που την απέκτησε. Ακόμη όμως και αν είναι αληθείς οι αναφερόμενες στην αγωγή διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εναγομένης, η διαφορά που προκύπτει δεν αποτελεί πραγματική ζημία, με συνέπεια να μη θεμελιώνεται δικαίωμα για την επιδίκαση αποζημίωσης. Επίσης, για τον ίδιο λόγο μη νόμιμο είναι και το πρώτο επικουρικό αίτημα, με το οποίο ο ενάγων αιτείται να αποδώσει στην εναγομένη τις 3.244 μετοχές σε περίπτωση που του επιδικαστεί η αποζημίωση των 505.034 ευρώ, καθώς και στην περίπτωση αυτή ο ενάγων επικαλείται την πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εναγομένης, προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωσή του για αποζημίωση με την ταυτόχρονη υποχρέωσή του να επιστρέφει στην εναγομένη τις μετοχές που κατέχει, υπολογιζομένων τούτων με βάση την τρέχουσα κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής χρηματιστηριακής τους αξίας λόγω της πτώσης της τελευταίας (ΑΠ 209/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της αγωγής έχει προσκομισθεί το αναλογούν για το αίτημα της αγωγής δικαστικό ένσημο με τι νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων) και για το παραδεκτό της παράστασης των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, έχουν προκαταβληθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντί καταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ` του Ν. 4205/2013, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το υπ’ αριθμ. …/17-7-2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος και το υπ’ αριθμ. ……/16-7-2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης), ενώ έχουν προσκομισθεί εντός της νόμιμης προθεσμίας και τα δικαστικά πληρεξούσια των διαδίκων προς τους δικηγόρους τους, προκειμένου οι τελευταίοι να τους εκπροσωπήσουν στην παρούσα δίκη (βλ. το από 15.07.2019 δικαστικό πληρεξούσιο του ενάγοντος προς το δικηγόρο του Μιχαήλ Μαρκουλάκο και το υπ’ αριθμ. …../28-12-2016 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………….., με το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης παρέχει εξουσιοδότηση στο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαστύλο).

 

Η εναγομένη, με το δικόγραφο των νομίμως κατατεθεισών προτάσεών της, συνομολογεί την επένδυση του κεφαλαίου του ενάγοντος στο επίδικο ομόλογο και τη μετατροπή του αργότερα σε μετοχές της, ενώ κατά τα λοιπά αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων είχε προηγούμενη επενδυτική εμπειρία και είχε λάβει πλήρη ενημέρωση από τους υπαλλήλους της για τα χαρακτηριστικά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων. Επιπλέον, αρνούμενη την αγωγή, ισχυρίζεται ότι το επίδικο ομόλογο ανήκε στην κατηγορία του χαμηλού προς μεσαίου κινδύνου και απευθυνόταν σε επενδυτές ανάλογου προφίλ με αυτό του ενάγοντος, ενώ τον είχε προειδοποιήσει ότι, κατόπιν του ελέγχου συμβατότητας που είχε πραγματοποιήσει, έκρινε ως μη επαρκείς τη γνώση και την εμπειρία του στον εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο. Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια από την αγορά του ομολόγου (03.09.2009) έως τις 29.04.2013 εισέπραξε από τόκους το συνολικό ποσό των 154.687,50 ευρώ, το οποίο θα πρέπει να συνυπολογιστεί με τη ζημία του. Ο ανωτέρω ισχυρισμός επιχειρεί να στηρίξει ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά τις διατάξεις των άρθρων 288, 297 και 298 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αν από το ζημιογόνο γεγονός, εκτός από τη ζημία, επήλθε και κέρδος σε αυτόν που ζημιώθηκε, το οποίο τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το γεγονός που επέφερε τη ζημία, ο υπόχρεος σε αποζημίωση μπορεί να προβάλει ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους και αν το κέρδος είναι χρηματικό, αφού επαρκώς το προσδιορίσει, να εκπέσει αυτό από την προκληθείσα ζημία (βλ.ΟλΑΠ 27/1990 ΕλλΔικ 31.1606 και ΑΠ 36/1992 ΕΕΝ 1993.195). Ωστόσο, ως τέτοιος, ο ανωτέρω ισχυρισμός τυγχάνει απορριτπέος ως νόμω αβάσιμος, διότι και αληθής υποτιθέμενη η είσπραξη από τον ενάγοντα του ανωτέρω ποσού των τοκομεριδίων της επίδικης επένδυσής του, δεν συνιστά κέρδος το οποίο να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το γεγονός που επέφερε την επικαλούμενη από αυτόν ζημία, δεδομένου ότι τα ως άνω ποσά θα τα εισέπραττε (ο ενάγων) ανεξάρτητα από το γεγονός της μεταγενέστερης απώλειας του αντίστοιχου κεφαλαίου που επένδυσε, διότι τα ποσά αυτά, όπως εκθέτει και η ίδια η εναγόμενη στο δικόγραφο των προτάσεων της, συνιστούσαν την απόδοση της επένδυσης του κεφαλαίου του ενάγοντος (τόκοι), την οποία έλαβε επιπλέον της αξίας των ομολόγων και στην οποία εξάλλου προσδοκούσε όταν επένδυσε. Ήτοι το επικαλούμενο από την εναγόμενη κέρδος του ενάγοντος δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στον ενάγοντα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του τελευταίου. Άλλωστε, ο προτεινόμενος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (βλ ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 4841/2014 δημ. Νόμος). Επιπλέον, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι δεν συντρέχει δική της παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αιτιωδώς συνδεόμενη με την επικαλούμενη από τον ενάγοντα περιουσιακή βλάβη, ως προς την προκληθείσα στον ενάγοντα ζημία, διότι του παρασχέθηκε από τους προστηθέντες της υπαλλήλους, η απαραίτητη ενημέρωση πριν την αγορά των επίδικων επενδυτικών προϊόντων, καθώς και ότι και αληθής υποτιθέμενη η συμπεριφορά τους, όπως την εκθέτει ο ενάγων, δεν προκάλεσε σε αυτόν την αιτούμενη ζημία, διότι αυτή προήλθε αιτιωδώς αποκλειστικά από το όλως απρόβλεπτο γεγονός της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που οδήγησε αφενός στη κεφαλαιακή ανεπάρκεια της ίδιας (εναγόμενης). Ο ισχυρισμός αυτός, εξεταζόμενος υπό το πρίσμα των εκτιθέμενων σχετικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνιστά νόμιμη ένσταση, στηρϊζόμενη στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 2251/1994 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. Τέλος, η εναγόμενη ισχυρίζεται, επικουρικά, ότι σε κάθε περίπτωση συνυπαίτιος της ζημίας που υπέστη είναι ο ίδιος ο ενάγων σε ποσοστό 95%, διότι είχε πλήρη επίγνωση της φύσης, του είδους και του περιεχομένου της επίδικης επένδυσης και λόγω της ενημέρωσης πού είχε μπορούσε να αξιολογήσει την πορεία των προϊόντων που είχε αγοράσει, ενώ, παρόλο που ενόψει της κρίσης στην παγκόσμια οικονομία είχε ενημερωθεί από τους υπαλλήλους της εναγομένης για τον κίνδυνο που διέτρεχε και ότι μπορούσε να ρευστοποιήσει εγκαίρως τα επίδικα ομόλογα, ο ίδιος δεν προχώρησε στην πώλησή τους για να εξασφαλίσει το κεφάλαιο που επένδυσε ούτε κι όταν διαπίστωσε ότι μειωνόταν η τιμή τους στη δευτερογενή αγορά, προκειμένου να περιορίσει στο ελάχιστο τη ζημία του. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση, στηρϊζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ και σε αυτές των άρθρων 6 παρ. 11,8 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Από τις υπ’ αριθμ. …/16-7-2019 και …./16-7-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………………., οι οποίες ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. …./9-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………., από την υπ’ αριθμ. ……/15-7-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., η οποία ελήφθη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. …./10-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί η συνεκτίμηση κανενός, πλην των προσκομιζομένων από τους διαδίκους αμετάφραστων εγγράφων, που είναι συνταγμένα στην αγγλική γλώσσα, κατά το τμήμα τους που το περιεχόμενό τους δεν έχει μεταφραστεί (άρθρο 454 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων συνεργάστηκε με την εναγομένη τράπεζα για πρώτη φορά το έτος 2008, όταν υπέβαλε αίτηση προκειμένου να καταχωριστεί ως πελάτης της εναγομένης στο Private Banking (βλ. την αίτηση ανοίγματος σχέσης πελάτη, που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη). Στην ανωτέρω αίτηση συμπλήρωσε τα προσωπικά του στοιχεία, αναφέροντας, πλην άλλων, ότι είναι y\             επιχειρηματίας και απασχολείται ως διευθυντής στην εταιρία με την επωνυμία «…», με δραστηριότητα στην Ελλάδα και στην Κύπρο σχετικά με προμήθειες στο Δημόσιο και σε συναφείς εταιρίες. Ειδικότερα, μετά την ένταξη του ενάγοντος στο «private banking», η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει σε αυτόν επενδυτικές υπηρεσίες από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι οποίες συνίσταται στην εκτέλεση εντολών, προσφέροντας σε αυτόν ιδιωτικές τραπεζικές υπηρεσίες στον τομέα των επενδύσεων με αντικείμενο επιλεγμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπό από απόλυτη εχεμύθεια, αφού η ανωτέρω τραπεζική υπηρεσία δεν προσφέρεται σε κάθε υποψήφιο επενδυτή – πελάτη των τραπεζών, αλλά απευθύνεται συνήθως μόνο σε υποψήφιους επενδυτές, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν στο χαρτοφυλάκιό τους χρηματικό ποσό άνω των 200.000 ευρώ. Στη συνέχεια, στις 08.12.2008, ενεργών και ως πληρεξούσιος της συζύγου του, ……, και των τέκνων του, …….., συμβλήθηκε με την εναγομένη δυνάμει της υπ’ αριθμ. … σύμβασης λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, σύμφωνα με την οποία άνοιξε στην εναγομένη τον υπ’ αρθμ. ….. λογαριασμό κινητών αξιών, η δε εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελεί, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της και χωρίς ευθύνη της από κάθε είδους κίνδυνο, κάθε εντολή των ανωτέρω πελατών της, οι οποίοι και ανέλαβαν αποκλειστικά τον κίνδυνο, για κατάθεση επ’ ονόματί τους χρημάτων στην ίδια ή σε άλλη τράπεζα, για απόκτηση επ’ ονόματί τους μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, για αγορά επ’ ονόματί τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών και για συμμετοχή επ’ ονόματί τους στην κάλυψη της έκδοσης τέτοιων κινητών αξιών, καθώς και να παραλαμβάνει τις κινητές αξίες, να εκτελεί κάθε εντολή τους για αίτηση επ’ ονόματί τους εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και για πώληση επ’ ονόματί τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών, να εκτελεί κάθε εντολή τους για άσκηση δικαιωμάτων μετατροπής ομολογιών σε μετοχές και να παραλαμβάνει τις μετοχές αυτές, να εισπράττει κάθε απαίτηση απορρέουσα από τις ανωτέρω κινητές αξίες και να την πιστώνει σε λογαριασμό τους. Την ίδια ημέρα, στις 08.12.2008, ο ενάγων συμπλήρωσε και απάντησε σε σχετικό ερωτηματολόγιο συμβατότητας της εναγομένης, στο οποίο δήλωσε τα εξής: Ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, ότι έχει διαβάσει και κατανοήσει το Πακέτο Πληροφόρησης Πελατών αναφορικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα προϊόντα της τράπεζας, ότι έχει πραγματοποιήσει στο παρελθόν συναλλαγές σε επενδυτικά προϊόντα, ότι έχει εμπειρία μεγαλύτερη του ενός (1) έτους σε συναλλαγές με μέσο ετήσιο όγκο μεγαλύτερο των 5.000 ευρώ για ομόλογα σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου, για αμοιβαία κεφάλαια (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.), για προϊόντα χρηματαγοράς (προθεσμιακές καταθέσεις, πιστοποιητικά καταθέσεων, έντοκα γραμμάτια Δημοσίου, εμπορικά χρεόγραφα κ.λπ.), για μετοχές (κοινές, προνομιούχες, εισηγμένες, μη εισηγμένες κ.λπ.), για συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options) και για σύνθετα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου στη λήξη (δομημένα ομόλογα, καταθέσεις εγγυημένου κεφαλαίου στη λήξη, δομημένες εκδόσεις ΕΜΤΝ εγγυημένου κεφαλαίου στη λήξη, convertible bonds, asset backed securities, hedge funds εγγυημένου κεφαλαίου στη λήξη), γι’ αυτά δε τα τελευταία προϊόντα (τα σύνθετα) επεσήμανε ότι έχει διενεργήσει περισσότερες από τρεις (3) συναλλαγές κατά το παρελθόν. Στη συνέχεια, μετά την παρέλευση εννέα (9) μηνών περίπου, και συγκεκριμένα στις 31.08.2009, ο ενάγων συμβλήθηκε με την εναγομένη δυνάμει των υπ’ αριθμ. ………………… συμβάσεων λήψης και διαβίβασης εντολών, οι οποίες είχαν άπασες το ίδιο περιεχόμενο με την αρχική υπ’ αριθμ. ……. σύμβαση, όπως τούτο αναφέρεται αναλυτικά ανωτέρω, ενώ στην υπ’ αριθμ. ….. σύμβαση ενεργούσε ατομικά και ως πληρεξούσιος της συζύγου του ……, στην υπ’ αριθμ. …….. σύμβαση ενεργούσε ατομικά και ως πληρεξούσιος της συζύγου του και του υιού του …… και στην υπ’ αριθμ. ……….. ενεργούσε ατομικά και ως πληρεξούσιος του ανωτέρω υιού του. Σε εκτέλεση δε σχετικού όρου των ανωτέρω συμβάσεων ανοίχθηκαν και τηρήθηκαν στην εναγομένη τράπεζα οι αντίστοιχοι λογαριασμοί κινητών αξιών, ήτοι οι υπ’ αριθμ. …… λογαριασμοί, οι οποίοι συνδέθηκαν και εξυπηρετούνταν από τον υπ’ αριθμ. ………….. τραπεζικό κοινό λογαριασμό. Επομένως, από το περιεχόμενο των ανωτέρω συμβάσεων αποδεικνύεται ότι μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης δεν συνήφθη σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, κατά την οποία ο επενδυτής εξουσιοδοτεί την ΕΠΕΥ ή την τράπεζα να προβαίνει η ίδια κατά την ελεύθερη κρίση της, στο πλαίσιο των γενικότερων κατευθυντήριων οδηγιών που της παρέχει ο επενδυτής, στη διοίκηση και διαχείριση του χαρτοφυλακίου του (πχ. αγορά ή πώληση  τίτλων που περιλαμβάνονται σ` αυτό) στο όνομα και για λογαριασμό του, χωρίς να ζητά αυτή (η τράπεζα ή η ΕΠΕΥ) τη γνώμη του πριν τη διενέργεια των σχετικών επί μέρους συναλλαγών, ούτε και συμφωνήθηκε μεταξύ των  διαδίκων να παρέχει η εναγομένη στον ενάγοντα ειδικές συμβουλές ενεργούς διαχείρισης των κεφαλαίων του, δηλαδή να συμβουλεύει τον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της επένδυσης του, σχετικά με τους επωφελέστερους για αυτόν τρόπους διαχείρισης, ώστε να μπορεί αυτός να επιλέγει κάθε φορά σε ποιες ενέργειες θα προβεί. Αντίθετα, οι επίδικες συμβάσεις αποτελούν συμβάσεις παραγγελίας, ως προς τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι συμβατές προς τον αμειβόμενο χαρακτήρα τους διατάξεις για την εντολή και συμπληρωματικά για τη σύμβαση έργου και σύμφωνα με την οποία η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελεί τις εντολές του ενάγοντος (σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών) στο πλαίσιο του «private banking». Για να επέλθει δηλαδή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα απαιτούνταν: α) η εκ μέρους του ενάγοντος – επενδυτή εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικών προϊόντων, β) η προς εκτέλεση της εντολής κατάρτιση της υποσχετικής δικαιοπραξίας με τον αντισυμβαλλόμενο στο όνομα και για λογαριασμό του ενάγοντος και γ) η εκ μέρους της εναγόμενης τράπεζας εκτέλεση της υποχρέωσής της έναντι του αντισυμβαλλομένου (π.χ. επί αγοράς τίτλων, η καταβολή του τιμήματος), ενώ τη φύλαξη και διαχείριση των τίτλων θα αναλάμβαναν η αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντος ως θεματοφύλακας του εκάστοτε διαμορφούμενου χαρτοφυλακίου (άρθρο 1 της κύριας σύμβασης, βλ. και άρθρο 2 παρ. 2 περ. α` του Ν. 2396/1996 όπου η φύλαξη ή/και διακίνηση τέτοιων αξιών χαρακτηρίζεται ως «παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία»). Αυθημερόν, με τη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων στις 31.08.2009, ο ενάγων υπέβαλε προς την εναγομένη την υπ’ αριθμ. ….. αίτηση αγοράς τίτλων, με την οποία αιτήθηκε την αγορά τίτλων έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία «….», με έδρα το ….., που διέπονταν από τους από 29.07.2009 τελικούς όρους των τίτλων με κωδικό ISIN: ……., με την εγγύηση της εναγομένης τράπεζας. Η συγκεκριμένη αίτηση αφορούσε στην αγορά δέκα (10) εκ των ανωτέρω τίτλων, ονομαστικής αξίας του καθενός ποσού 50.000 ευρώ, συνολικής ονομαστικής αξίας 500.000 ευρώ και συνολικού τιμήματος 505.035,33 ευρώ, οι οποίοι ήταν άληκτοι (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εναγομένη σχετική αίτηση). Παράλληλα, στην ανωτέρω αίτηση, ο ενάγων δήλωσε ότι έλαβε πλήρη γνώση των όρων των τίτλων, του πληροφοριακού δελτίου, που επισυναπτόταν στο Παράρτημα 2, τους τελικούς όρους (στα αγγλικά) και το ενημερωτικό δελτίο (στα αγγλικά), καθώς και ότι κατανόησε και αποδεχόταν τους όρους των τίτλων. Στην ίδια δήλωση, ο ενάγων ανέφερε ότι η εναγομένη δεν του παρείχε προσωπική σύσταση σχετικά με η συγκεκριμένη συναλλαγή της αγοράς των τίτλων, τους κινδύνους των οποίων αξιολόγησε ο ίδιος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Παράρτημα 1, που συνοδεύει την ανωτέρω αίτηση και υπεγράφη από τον ενάγοντα, ο ενάγων αποδέχεται ότι δεν έχει την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση ως προς τα ανωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα, στα οποία αποφάσισε να επενδύσει τα χρήματά του, η αποδοχή δε αυτή έλαβε χώρα μετά τον έλεγχο συμβατότητας (βλ. το από 31.08.2009 ερωτηματολόγιο της εναγομένης, το οποίο επικαλείται και προσκομίζει η τελευταία), που πραγματοποίησε η εναγομένη κατά το άρθρο 25 παρ. 5 του Ν. 3606/2007, σε σχέση με τις γνώσεις και την εμπειρία του ενάγοντος σε τέτοιου είδους χρηματοπιστωτικά μέσα, κρίνοντας ως μη επαρκείς τις γνώσεις του, ενώ δεν παρέλειψε, στο ίδιο Παράρτημα 1 της αίτησης, να τον προειδοποιήσει σχετικά. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το Παράρτημα 2, που συνοδεύει την ανωτέρω αίτηση και υπεγράφη από τον ενάγοντα, προκύπτει ότι οι επίδικοι τίτλοι είναι ανταλλάξιμοι, χωρίς λήξη, υβριδικοί τίτλοι Tier 1, ότι το ενημερωτικό δελτίο και οι τελικοί όροι των τίτλων παραδόθηκαν στον ενάγοντα-επενδυτή στην αγγλική γλώσσα, ότι πέραν του ενημερωτικού δελτίου έλαβε και πληροφοριακό υλικό δώδεκα (12) σελίδων, όπου περιγράφονταν οι όροι των τίτλων με επεξηγηματικά σχόλια και ενδεικτικά παραδείγματα με διαφορετικά σενάρια για τη μελλοντική απόδοση των τίτλων και τους παράγοντες κινδύνου αυτών. Σχετικά με τους τίτλους, την αγορά των οποίων αιτήθηκε ο ενάγων, πρέπει να επισημανθούν τα κάτωθι: Σύμφωνα με το ενημερωτικό έντυπο, που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη, το οποίο συντάχθηκε από αυτή με βάση τις διατάξεις του Ν. 3606/2007, που ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, σε συνδυασμό με όσα ως άνω αναφέρθηκαν σχετικά με τους τίτλους που αγόρασε ο ενάγων, όπως τούτα προκύπτουν από την αίτηση αγοράς που υπέβαλε στην εναγομένη και τα επισυναπτόμενα σε αυτήν Παραρτήματα 1 και 2 που υπέγραψε ο ενάγων και έλαβε γνώση αυτών, ο τελευταίος αιτήθηκε την αγορά υβριδικών τίτλων, που συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων και μπορούν να πληρώνουν μέρισμα όπως μια μετοχή, αλλά και να συμπεριφέρονται στη δευτερογενή αγορά όπως οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος. Οι τίτλοι όμως αυτοί είναι μειωμένης εξασφάλισης και ανήκουν στην κατηγορία των Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Tier 1 Capital), αφού μπορούν, για παράδειγμα, να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό μερίσματος σε τακτά διαστήματα, όπως ένας τίτλος σταθερού εισοδήματος, αλλά ταυτόχρονα να περιλαμβάνουν κάποιους όρους που να δίνουν τη δυνατότητα στον εκδότη να παραλείψει κάποιες πληρωμές (όπως στις προνομιούχες μετοχές) σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζει αντικειμενικά προσδιορισμένες οικονομικές δυσκολίες. Επίσης, οι συγκεκριμένοι τίτλοι δεν έχουν ημερομηνία λήξης (perpetual notes) ή έχουν ημερομηνίες λήξης εξαιρετικά μακρινές (π.χ. 100 έτη), αλλά ο εκδότης έχει δικαίωμα να τους αγοράσει πίσω σε προκαθορισμένες ημερομηνίες (δικαίωμα ανάκλησης από τον εκδότη), οι επενδύσεις δε σε τέτοιους τίτλους ενέχουν κίνδυνο απώλειας κεφαλαίου ή απόδοσης. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων προχώρησε στην αγορά των ανωτέρω τίτλων, όπως τούτο προκύπτει από τη «Συγκεντρωτική θέση πελάτη» της περιόδου από 01.07.2009 έως 30.09.2009, που επικαλούνται και προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αφού στο εν λόγω έγγραφο εμφαίνεται ότι στον με αριθμό χαρτοφυλακίου …. του ενάγοντος, που διατηρούσε από κοινού με τη σύζυγό του ……….., και στην κατηγορία των εναλλακτικών επενδύσεων, με τον υπότιτλο ή υποκατηγορία «Υβριδικοί Τίτλοι», τοποθετήθηκε το ποσό των 500.000 ευρώ σχετικά με χρεωστικούς τίτλους (ομόλογα) της «……» με ISIN: …, ημερομηνία έκδοσης την 29.07.2009 και ημερομηνία λήξης την 29.07.2049, επιτοκίου 8,25%, απορριπτομένου στο σημείο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης περί της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής για το λόγο ότι αυτή ασκείται αποκλειστικά από τον ενάγοντα, ενώ θα έπρεπε να ασκηθεί και από τη σύζυγό του, αφού από κοινού κατείχαν τους επίδικους τίτλους στο ανωτέρω χαρτοφυλάκιο. Και τούτο, διότι με την κατάρτιση κοινού χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του αν το επενδεδυμένο κεφάλαιο ανήκε και στους δύο (τον ενάγοντα και τη σύζυγό του), παράγεται μεταξύ του ενάγοντος και της συζύγου του, για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε ο ενάγων, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η κατάθεση του επενδεδυμένου κεφαλαίου από έναν από τους δικαιούχους του χαρτοφυλακίου, όπως εν προκειμένω που έγινε μόνο από τον ενάγοντα, να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, η τυχόν απαίτηση δε της συζύγου του, ως συνδικαιούχου, εξαρτάται από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση και με βάση την αναλογία ή το δικαίωμα του καθενός επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου, έτσι ώστε και μόνον ο ενάγων να νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή για την επίδικη απαίτησή του σε βάρος της εναγομένης, που απορρέει από το επενδεδυμένο κεφάλαιο στο ανωτέρω κοινό χαρτοφυλάκιο, η δε συνδικαιούχος σύζυγός τους, ανάλογα με τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, δεν στερείται του δικαιώματος αναγωγής, προκειμένου να διεκδικήσει το τυχόν στον ενάγοντα επιδικασθέν ποσό. Εν τω μεταξύ, εκτός των ανωτέρω συμβάσεων, στις 04.09.2009, ο ενάγων συνεργάστηκε με την εναγομένη τράπεζα και ως εγγυητής στην υπ’ αριθμ. …………….. σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, ύψους 300.000 ευρώ, με πρωτοφειλέτρια τη σύζυγό του …… και με σκοπό την αγορά και την επισκευή ακινήτου. Περαιτέρω, προς εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης τράπεζας, δεν εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης σε βάρος του αγορασθέντος ακινήτου, όπως συνηθίζεται, αλλά ο ενάγων, από κοινού με τη σύζυγό του, ενεχυρίασαν δυνάμει της από 04.09.2009 σύμβασης ενεχυρίασης άυλων τίτλων τους ανωτέρω αναφερομένους υβριδικούς τίτλους, τα στοιχεία των οποίων προσδιορίζονται αναλυτικά στην ανωτέρω σύμβαση ενεχυρίασης, ήτοι με εκδότη την εναγομένη τράπεζα, κατηγορία-κωδικό έκδοσης ……………………….., ημερομηνία έκδοσης την 29η.07.2009 και ημερομηνία λήξης την 29.07.2049, συνολικής ονομαστικής  αξίας 500.000 ευρώ, απορριπτομένου στο σημείο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμου και του ισχυρισμού της εναγομένης περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της για το λόγο ότι εκδότρια των επίδικων τίτλων ήταν η εταιρία με την επωνυμία «……………….», διότι από όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις προκύπτει ότι ο ενάγων συμβλήθηκε με την εναγομένη εταιρία, η οποία εγγυήθηκε για την έκδοση των τίτλων (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../31-8-2009 αίτηση αγοράς και το από 31.08.2009 Παράρτημα 2 που τη συνοδεύει), ενώ και στην υπ’ αριθμ. ……………/4-9- 2009 σύμβαση ενεχυρίασης άυλων τίτλων εμφανίζεται ως εκδότης αυτών με κωδικό έκδοσης …………… (βλ. τη σχετική σύμβαση). Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από την αγορά των τίτλων αυτών (31.08.2009) έως το Μάιο του έτους 2013, οι με τα ανωτέρω περιεχόμενα σχέσεις των διαδίκων εξελίσσονταν ομαλά, αφού από την αγορά των άυλων τίτλων εκτοκιζόταν ανά τρίμηνο ποσά που άγγιζαν περίπου τις 7.000 ευρώ, όπως προκύπτει από τη «Συγκεντρωτική Θέση Πελάτη» των περιόδων από 01.07.2009 έως 30.09.2009, από 01.10.2009 έως 31.12.2009, από 01.01.2010 έως                    31.03.2010, από 01.04.2010 έως 30.06.2010, από 01.01.2010 έως 31.12.2010, από 01.04.2011         έως 30.06.2011, από 01.10.2011 έως 30.12.2011, από 01.04.2012 έως 29.06.2012 και από 01.10.2012 έως 31.12.2012, σύμφωνα με τις οποίες οι δεδουλευμένοι τόκοι ανήλθαν στα ποσά των 7.119,86 ευρώ, 7.218,75 ευρώ, 6.989,58 ευρώ, 7.104,17 ευρώ, 7.061,82 ευρώ, 7.026,10 ευρώ, 6.949,73 ευρώ, 6.912,77 ευρώ και 7.061,82 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ από την ανάλυση του υπ’ αριθμ. ……………………. τραπεζικού λογαριασμού, που τηρούσε στην εναγομένη τράπεζα ο ενάγων, από κοινού με τη σύζυγο και τα τέκνα του, και ο οποίος (λογαριασμός) συνδεόταν και εξυπηρετούσε το χαρτοφυλάκιό του με αριθμό …………., προκύπτει ότι στις αντίστοιχες περιόδους ελάμβαναν χώρα ισόποσες καταθέσεις ύψους 10.312,50 ευρώ εκάστη, προερχόμενες από την απόδοση της αγοράς των επίδικων τίτλων, αφού στις 29.10.2009, στις 29.01.2010, στις 29.04.2010, στις 29.07.2010, στις 29.10.2010, στις 31.01.2011, στις 03.05.2011, στις 29.07.2011, στις 31.10.2011, στις 30.01.2012, στις 30.04.2012, στις 30.07.2012, στις 29.10.2012, στις 29.01.2013 και στις 29.04.2013 προκύπτουν κάθε φορά καταθέσεις ποσού 10.312,50 ευρώ με την αιτιολογία «……….», που αποτελεί τον κωδικό έκδοσης των επίδικων τίτλων. Το μήνα Μάιο του έτους 2013 όμως, ο ενάγων ενημερώθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης ότι λόγω της παγκόσμια κρίσης στην οικονομική αγορά, δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα καταβολής τόκων από την επίδικη επένδυση και ότι μπορούσε να ανταλλάξει τους επίδικους τίτλους με μετοχές της εναγομένης. Η προτεινόμενη αυτή ανταλλαγή έλαβε χώρα συνεπεία της από 27.05.2013 Πρότασης της εναγομένης προς τους δικαιούχους, μεταξύ άλλων, των προνομιούχων τίτλων της Σειράς D (………………….) συνολικής ονομαστικής αξίας 300.000.000 ευρώ (και εναπομείνασας ονομαστικής αξίας 230.050.000 ευρώ), εγγυημένων, μη σωρευτικού μερίσματος, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ανταλλάξιμων, με τοκομερίδιο 8,25%, ήτοι προς τους δικαιούχους που είχαν επενδύσει στους ανωτέρω τίτλους, όπως ο ενάγων, σύμφωνα με την οποία (πρόταση) ο ενάγων μπορούσε να προσφέρει τους υφιστάμενους πλέον τίτλους του για εξαγορά από την εναγομένη έναντι μετρητών, με τιμή εξαγοράς στο 100% της ονομαστικής αξίας τους, τα οποία (μετρητά) θα διετίθεντο για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης, έτσι ώστε ο ενάγων, ως δικαιούχος, να αποκτήσει νέες κοινές μετοχές της εναγομένης με τιμή έκδοσης ανερχόμενη στο ποσό του 1,5409 ευρώ ανά νέα μετοχή, απορριπτομένης στο σημείο αυτό της ένστασης παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος, την οποία προέβαλε η εναγομένη με την αιτίαση ότι από την αγορά των επίδικων τίτλων στις 31.08.2009 έως την άσκηση το πρώτον της από 03.07.2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../11-7-2017, αγωγής του, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ’ αριθμ. 2360/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και στη συνέχεια ασκήθηκε εκ νέου η υπό κρίση αγωγή, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών, κατά τα άρθρα 937 ΑΚ (για την αδικοπρακτική ευθύνη) και 250 ΑΚ (για την ενδοσυμβατική ευθύνη). Ειδικότερα, η εν λόγω ένσταση της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όσον αφορά στην αδικοπρακτική ευθύνη, ο ενάγων έλαβε γνώση της ζημίας του από τους επίδικους τίτλους το μήνα Μάιο του έτους 2013, με αποτέλεσμα η ανωτέρω ασκηθείσα για πρώτη φορά αγωγή του το έτος 2017, η οποία και διέκοψε την παραγραφή, να έχει ασκηθεί εντός της πενταετίας από τη γνώση της ζημίας, ενώ, όσον αφορά στην ενδοσυμβατική ευθύνη, η αξίωσή του γεννήθηκε και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη από το μήνα Μάιο 2013, αρχομένης της παραγραφής από τη λήξη του έτους που συμπίπτει η έναρξή της, ήτοι από 01.01.2014 και λήγουσας στις 31.12.2018, χρονικό διάστημα εντός τους οποίου ασκήθηκε η ανωτέρω αγωγή που τη διέκοψε. Μετά ταύτα, στις 03.06.2013, ο ενάγων υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στην Προαιρετική Πρόταση της εναγομένης, προσφέροντας για εξαγορά τους επίδικους τίτλους και συμμετέχοντας με  τον τρόπο αυτό στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης, από την οποία απέκτησε 324.483 μετοχές της αξίας 1,5409 ευρώ, ήτοι 499.995,85 ευρώ συνολικά. Ενόψει του ότι όμως οι αρχικοί τίτλοι είχαν ενεχυρασθεί προς εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης για την υπ’ αριθμ. ………./4-9-2009 σύμβαση στεγαστικού δανείου, με την από 10.06.2013 σύμβαση ενεχύρασης και εκχώρησης άυλων τίτλων κινητών αξιών, ο ενάγων προέβη στην ενεχύραση των ως άνω 324.483 μετοχών, εκ των οποίων αργότερα, την 1η.07.2013, ελευθερώθηκε τμήμα τους, ήτοι 35.000 μετοχές, και για τις υπόλοιπες 289.483 μετοχές συνεστήθη εκ νέου ενέχυρο για την εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης εκ του ανωτέρω στεγαστικού δανείου (βλ. την από 01.07.2013 σύμβαση ενεχύρασης και εκχώρησης άυλων τίτλων κινητών αξιών σε ασφάλεια της υπ’ αριθμ. ……./4-9-2009 σύμβασης στεγαστικού δανείου). Μετά την ανταλλαγή των τίτλων Σειράς D (ISIN ….), που κατείχε ο ενάγων με 324.483 μετοχές της εναγομένης, αξίας 1,5409 ευρώ ανά μετοχή, η τιμή της μετοχής της εναγομένης, η οποία διαπραγματευόταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, έβαινε συνεχώς μειούμενη, όπως τούτο προκύπτει από την «Παρουσίαση Συνολικής Θέσης Πελάτη» κατά τα έτη 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017, αφού ο μέσος όρος τιμής της μετοχής κυμάνθηκε στο ποσό του 0,5530 ανά μετοχή το έτος 2013, στο ποσό του 0,1870 ευρώ ανά μετοχή το έτος 2014, στο ποσό του 1,0400 ευρώ ανά μετοχή το έτος 2015, στο ποσό του 0,6450 ανά μετοχή το έτος 2016 και στο ποσό του 0,9070 ευρώ ανά μετοχή το έτος 2017. Αποτέλεσμα τούτων ήταν ότι το έτος 2014 παραστάθηκε η ανάγκη να δοθεί και περαιτέρω ασφάλεια για την εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης, που απέρρεε από την υπ’ αριθμ. ………………/4-9-2009 σύμβαση στεγαστικού δανείου, πλην των μετοχών που είχαν ενεχυρασθεί, καθόσον η συνολική αξία αυτών κατά το έτος 2014 ανερχόταν μόλις στο ποσό των (289.483 μετοχές X 0,1870 η μέση τιμή της μετοχής το έτος 2014 =) 54.133,32 ευρώ, το οποίο δεν μπορούσε να καλύψει την απαίτηση της τράπεζας εκ του στεγαστικού δανείου. Έτσι, πέραν της ενεχύρασης των μετοχών, ενεγράφη και προσημείωση υποθήκης σε βάρος του αγορασθέντος με το στεγαστικό δάνειο ακινήτου μέχρι του ποσού των 241.920 ευρώ. Εκ πάντων των αναφερομένων, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο της αγοράς των τίτλων «…………..» με ISIN: ……….., έλαβε πλήρη ενημέρωση από τους υπαλλήλους της εναγομένης σχετικά με το επενδυτικό αυτό προϊόν, αφού, όπως αναλύεται ανωτέρω, έλαβε το σχετικό ενημερωτικό δελτίο και τους τελικούς όρους των τίτλων, στην αγγλική γλώσσα μεν, αλλά ταυτόχρονα έλαβε και δωδεκασέλιδο πληροφοριακό δελτίο σχετικά τους τίτλους αυτούς, ενώ η εναγομένη δεν παρέλειψε να του θέσει και σχετικό ερωτηματολόγιο, προκειμένου να τον κατατάξει σε κατηγορία επενδυτή, με επαρκείς ή μη επαρκείς γνώσεις, μετά το οποίο διαπίστωσε ότι δεν έχει επαρκείς γνώσεις για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και τον προειδοποίησε γι’ αυτό. Ο ενάγων όμως αποδέχθηκε ότι δεν μπορεί να αξιολογήσει τους κινδύνους της επένδυσής του, αλλά παρόλα αυτά προχώρησε στην επίδικη επένδυση, με αποτέλεσμα να κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι αγωγικοί ισχυρισμοί του ότι δεν ενημερώθηκε επαρκώς από τους υπαλλήλους της εναγομένης σχετικά με τους κινδύνους του επενδυτικού προϊόντος που επρόκειτο να αγοράσει. Άλλωστε, από το περιεχόμενο και μόνο της αίτησης αγοράς των επίδικων τίτλων και το επισυναπτόμενο σε αυτή Παράρτημα 2 αποδεικνύεται ότι αυτοί ήταν άληκτοι, δεδομένης δε της πανεπιστημιακής μόρφωσης του ενάγοντος, δεν είναι δυνατόν να μην αντιλήφθηκε κατά την υπογραφή της αίτησης και των παραρτημάτων της ότι αιτείται τίτλους χωρίς λήξη, έτσι ώστε και ο αγωγικός ισχυρισμός του ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης δεν τον ενημέρωσαν ότι επρόκειτο να αγοράσει τίτλους χωρίς λήξη, αλλά τίτλους δεκαετούς διάρκειας, να πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ, ακόμα και αν υποτεθεί ότι δεν τον ενημέρωσαν, που δεν συμβαίνει εν προκειμένω σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα, είχε την ικανότητα να αντιληφθεί ο ίδιος τη σημασία της φράσης «χωρίς λήξη» στη θέση «ημερομηνία λήξης» της υπ’ αριθμ. …./31-8-2009 αίτησης που υπέγραψε προκειμένου να αγοράσει τους επίδικους τίτλους. Πέραν τούτων όμως, ακόμη και από τη «Συγκεντρωτική Θέση Πελάτη», έγγραφο που του απέστελε ανά τρίμηνο η εναγομένη προκειμένου να λαμβάνει γνώση της θέσης του χαρτοφυλακίου του, προκύπτει το «άληκτο» των επίδικων τίτλων, καθώς και ότι επρόκειτο για υβριδικούς τίτλους, αφού στην κατηγορία «Εναλλακτικές Επενδύσεις» υπάρχει υποκατηγορία «Υβριδικοί Τίτλοι», όπου αναγράφονται οι χρεωστικοί τίτλοι (ομόλογα) που αγόρασε ο ενάγων, και δη ότι είναι άληκτοι με ημερομηνία έκδοσης στις 29.07.2009 και ημερομηνία λήξης στις 29.07.2049, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ενάγων γνώριζε όχι μόνο εξαρχής τις ιδιότητες του επενδυτικού προϊόντος που αγόρασε, αλλά και κατά τη διάρκεια που το κατείχε γνώριζε τούτο, λόγω των ανωτέρω τριμηνιαίων ενημερώσεων  που του απέστειλε η εναγομένη, όπου αποτυπωνόταν αναλυτικά η ονομαστική αξία του, η μέση τιμή κτήσης, η τρέχουσα τιμή, η αποτίμηση σε ευρώ, η μεταβολή σε ποσοστό και η συνολική θέση σε ποσοστό. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της κατοχής των επίδικων τίτλων από  τον ενάγοντα, από τις ίδιες τριμηνιαίες «Συγκεντρωτικές Θέσεις Πελάτη», προκύπτει και η σταδιακή απομείωση της αξίας τους, αφού αποτυπώνονται μεταβολές αρχικά σε ποσοστά – 0,19%, -2,19%, -10,17% και -13,16% κατά το έτος 2010, με το επενδεδυμένο κεφάλαιο να αποτιμάται στο ποσό των 435.000 ευρώ στις 31.12.2010, και στη συνέχεια σε ποσοστά -24,14% και -40,11% κατά το έτος 2011, με το επενδεδυμένο κεφάλαιο να αποτιμάται στο ποσό των 300.000 ευρώ στις 31.12.2011, σε ποσοστά -55,09% και -60,08% κατά το έτος 2012, με το επενδευμένο κεφάλαιο να αποτιμάται στο ποσό των 200.000 ευρώ στις 31.12.2012, και εν τέλει να αποτιμάται στο ποσό των 207.061,82 ευρώ έως τις 28.06.2013. Από τις «Συγκεντρωτικές Θέσεις Πελάτη», των οποίων ελάμβανε γνώση ο ενάγων, είναι προφανές ότι, εκτός του ότι γνώριζε τα χαρακτηριστικά των επίδικων τίτλων, γνώριζε και ότι το επενδεδυμένο κεφάλαιό του έβαινε συνεχώς μειούμενο, αλλά παρά ταύτα δεν διαμαρτυρήθηκε, επικαλούμενος κατά τη διάρκεια των ετών 2009 έως 2013 ότι παραπληροφορήθηκε ή ότι δεν ενημερώθηκε επαρκώς από τους υπαλλήλους της εναγομένης σχετικά με τους επίδικους τίτλους, συνεχίζοντας να λαμβάνει ανά τρίμηνο το ποσό των 10.213,50 ευρώ, που του αποδιδόταν ως κέρδος από την εν λόγω επένδυσή του, συνεπεία του επιτοκίου των 8,25% που απέδιδε αυτή. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ενάγων είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου, που είχε διατελέσει αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, αποστρατευθείς με το βαθμό του Ταγματάρχη το έτος 1994, απασχολούμενος όμως ως ελεύθερος επαγγελματίας μετά την αποστρατεία του, και δη κατά τα έτη 1999 έως 2014, με δραστηριότητα στο χονδρικό εμπόριο συστημάτων ανίχνευσης, ελέγχου και ασφάλειας, καθίσταται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι εξαρχής είχε απόλυτη γνώση των τίτλων που αγόρασε και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτών, και δη ότι επρόκειτο για υβριδικούς τίτλους, υψηλού κινδύνου, ακόμα και με απώλεια του κεφαλαίου ή της απόδοσης. Δεδομένου όμως ότι η επένδυση σε τέτοιου είδους τίτλους, εφόσον εξελιχθεί ομαλά, αποφέρει τεράστια και άμεσα κέρδη, ο ενάγων ήταν εκείνος που προτίμησε να επενδύσει τα χρήματά του σε αυτούς τους τίτλους με σκοπό το κέρδος, αναλαμβάνοντας και τον κίνδυνο της επένδυσής του αυτής, αφού από τα Παραρτήματα 1 και 2 που επισυνάπτονται στην αίτηση αγοράς των τίτλων προκύπτει ότι όχι μόνο ενημερώθηκε από την εναγομένη, αλλά προειδοποιήθηκε ότι δεν κατατάσσεται στους έμπειρους γι’ αυτή τη συναλλαγή πελάτες και παρά τη σχετική προειδοποίηση ο ίδιος αποδέχθηκε και ανέλαβε τον κίνδυνο αυτό. Άλλωστε, ο σκοπός του να αποκτήσει γρήγορο και εύκολο κέρδος διαφαίνεται και από τη γενικότερη συμπεριφορά του σε σχέση με το στεγαστικό δάνειο που έλαβε η σύζυγός του, όπου ο ίδιος συμβλήθηκε ως εγγυητής, για το οποίο (δάνειο) επέδειξε μία εμμονή να μην εγγράφει προσημείωση υποθήκης σε βάρος του αγορασθέντος ακινήτου, που είναι το σύνηθες και ουδέν σημαντικό κόστος έχει για τους δανειολήπτες, εφόσον αυτοί εκπληρώνουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους, αλλά προτίμησε με το κεφάλαιο των 500.000 ευρώ που διέθετε να αγοράσει τους επίδικους τίτλους, να τους ενεχυριάσει ως εξασφάλιση της εναγομένης για το στεγαστικό δάνειο, να λαμβάνει τους τόκους που του απέφεραν οι επίδικοι τίτλοι, οι οποίοι δεν ήταν ευκαταφρόνητοι ανά τρίμηνο, αφού άγγιζαν το ποσό των 10.213,50 ευρώ κάθε φορά, και από αυτούς (τόκους) να αποπληρώνονται και οι δόσεις του στεγαστικού δανείου, ώστε να αποκομίσει διπλό κέρδος, δηλαδή και να διατηρήσει το κεφάλαιό του και να αποπληρωθεί και το στεγαστικό δάνειο από τους τόκους αυτού του κεφαλαίου, γεγονός που ομολογεί ο ίδιος στο αγωγικό του δικόγραφο, όπου αναφέρει «από τους τόκους θα αποπλήρωνα το δάνειο κι έτσι το κέρδος θα ήταν διττό». Περαιτέρω, ακόμη και όταν αντάλλαξε τους τίτλους με μετοχές της εναγομένης, τις έθεσε και εκείνες υπό ενεχύραση προς εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης εκ του στεγαστικού δανείου, εμμένοντας στη θέση του να μην εγγράφει προσημείωση υποθήκης στο αγορασθέν με δάνειο ακίνητο, ενώ θα μπορούσε, αφού η αρχική επένδυσή του δεν εξελίχθηκε ομαλά, να ενεργήσει πιο συντηρητικά, να εγγράφει αμέσως, από το Μάιο του έτους 2013 προσημείωση υποθήκης, ώστε να μην ενεχυριάσει τις μετοχές, τις οποίες θα μπορούσε να πωλήσει αργότερα και σταδιακά στην κατάλληλη τιμή πώλησης, ώστε να περισώσει το μεγαλύτερο τμήμα του αρχικώς επενδεδυμένου κεφαλαίου του, λαμβανομένου υπόψη ότι η τιμή των μετοχών δεν είναι ποτέ σταθερή και μπορεί να κυμανθεί σε διάφορα επίπεδα, χαμηλά και υψηλά, ανάλογα με τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες και την οικονομική κατάσταση των εταιριών. Αντ’ αυτού όμως, προτίμησε να έχει στην αρχή 324.483 μετοχές και στη συνέχεια 289.483 μετοχές δεσμευμένες λόγω ενεχύρου, χωρίς να μπορεί να τις διαχειριστεί στο χρηματιστήριο, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η τιμή των μετοχών της εναγομένης, αν και παρουσίασε μια κάμψη στις αρχές Ιουνίου 2013, στα μέσα Ιουνίου 2013 άγγιξε το ποσό των 2,22 ευρώ ανά μετοχή και κάλλιστα θα μπορούσε ο εναγόμενος να αρχίσει να πωλεί κάποιες από τις μετοχές αυτές τουλάχιστον όταν αυτές θα είχαν την τιμή που τις αγόρασε, ήτο εκείνη των 1,5409 ευρώ ανά μετοχή. Όλη η ανωτέρω συμπεριφορά του ενάγοντος καταδεικνύει άνθρωπο που είναι έτοιμος να αναλάβει ρίσκο και πράττει περισσότερο ως ριψοκίνδυνος επιχειρηματίας παρά ως ο μέσος συνετός επενδυτής – αποταμιευτής, όπως προσπαθεί να παρουσιαστεί με την αγωγή του, με αποτέλεσμα να μην κρίνονται πειστικοί και οι αγωγικοί ισχυρισμοί του ότι παραπλανήθηκε από τους υπαλλήλους της τράπεζας τόσο κατά την αγορά των υβριδικών τίτλων όσο και αργότερα με την ανταλλαγή αυτών με μετοχές, ισχυριζόμενος ότι επείσθη από τις διαβεβαιώσεις τους ότι η τιμή της μετοχής θα ανέβει με βεβαιότητα. Το ότι η έκβαση της, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, συνειδητά ριψοκίνδυνης επένδυσής του, δεν ήταν η αναμενόμενη, δεν καθιστά καταχρηστική και απατηλή τη συμπεριφορά της εναγομένης. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν ήταν καταναλωτής, κατά την έννοια του Ν. 2251/1994, αφού, παρόλο που η εναγομένη είχε αξιολογήσει ότι δεν διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν των υβριδικών τίτλων, γεγονός για το οποίο τον είχε προειδοποιήσει, ο ίδιος είχε γνώση και εμπειρία στο χώρο των επενδύσεων προϊόντων, όπως τούτο προκύπτει από τα σχετικά ερωτηματολόγια που συμπλήρωσε (βλ. ανωτέρω), καθώς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, απασχολούμενος συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός του ότι εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή να κρίνεται καταχρηστικός, καθόσον ο ενάγων υπερβαίνει κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν μπορεί να θεωρηθεί το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής που υπέστη έλλειμμα αυτοπροστασίας (ΟλΑΠ 13/2015). Ως εκ περισσού, δέον να λεχθεί οτι, έστω και αν θεωρούταν καταναλωτής, ήταν επαρκώς ενημερωμένος σχετικά με τον κίνδυνο που έφεραν τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα, έχοντας αναλάβει εξ ολοκλήρου και αυτοβούλως το σχετικό επενδυτικό κίνδυνο. Επομένως, εν προκειμένω, δεν δύναται να εφαρμοσθεί το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, καθόσον τα αληθή πραγματικά περιστατικά, όπως αναλύονται ανωτέρω, αποκλείουν την εφαρμογή του. Περαιτέρω, ο ενάγων, προκειμένου να υποστηρίζει τους αγωγικούς ισχυρισμούς του, επικαλείται και προσκομίζει δελτία τύπου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σχετικά με αποφάσεις της για την επιβολή προστίμων στην εναγομένη για μη επαρκή ενημέρωση των πελατών της για ενδεχόμενους κινδύνους από συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων, για παράβαση των διατάξεων του Ν. 3606/2007 αναφορικά με κανόνες συμπεριφοράς κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε πελάτες της, περιλαμβανομένης και της βέλτιστης εκτέλεσης εντολών κατά την αγορά ομολόγων, της μη διενέργειας ελέγχου συμβατότητας  επενδυτή με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και τη μη ορθή πληροφόρησή του. Από τα εν λόγω δελτία τύπου όμως, δεν προκύπτει αν κάποιο από αυτά τα πρόστιμα αφορά στη συναλλακτική σχέση του ενάγοντος με την εναγομένη, ούτε μπορεί να γίνει λόγος για μη επαρκή πληροφόρηση του ενάγοντος ή παραβίαση του Ν. 3606/2007, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη έχει τηρήσει όλους τους κανόνες της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, όπως αναλυτικά εκτίθεται ανωτέρω. Επομένως, η συμπεριφορά της εναγομένης κρίνεται ότι δεν αντίκειται στις εκτιθέμενες στη μείζονα πρόταση διατάξεις, αφού αυτή δεν παρέβη τις υποχρεώσεις επιμέλειας, που είχε έναντι του ενάγοντος σε σχέση με την πληροφόρησή του, έχοντας ο τελευταίος ενημερωθεί εγγράφως για το είδος /- της επένδυσης και τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, ενώ συνέχισε να τον ενημερώνει μέσω τρίμηνων ενημερωτικών επιστολών σχετικά με το χαρτοφυλάκιό του, στο οποίο αρχικά εμφαίνονταν οι επίδικοι τίτλοι και στη συνέχεια οι ανταλλαγείσες με αυτούς μετοχές. Άλλωστε, με βάση τις μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ουδέποτε ανέλαβε την ευθύνη για την τυχόν απώλεια των χρημάτων του ενάγοντος, ενώ, έχοντας εγγυηθεί για το επενδεδυμένο κεφάλαιο το ενάγοντος στους επίδικους υβριδικούς τίτλους, αμέσως μόλις ανέκυψε πρόβλημα με την εκδότρια αυτών εταιρία, εκπλήρωσε τη σχετική εκ της εγγύησης αυτή υποχρέωση, με την ανταλλαγή των τίτλων με μετοχές της αξίας ίσης με το επενδεδυμένο αρχικώς κεφάλαιο του ενάγοντος. Με βάση δε τα δεδομένα αυτά, ήτοι ότι η εναγομένη τήρησε τις αναγκαίες διατυπώσεις και συναλλακτικές ορθές πρακτικές ’αναφορικά με την κατάρτιση της αγοράς των επίδικων υβριδικών τίτλων και στη συνέχεια της ανταλλαγής τους με μετοχές της, αποδεικνύεται ότι η ζημία που υπέστη ο ενάνων δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη συμπεριφορά της εναγομένης. Ελλείπει, επομένως, η ύπαρξη υπαιτιότητας και εντεύθεν ευθύνης εκ μέρους της εναγομένης για την απώλεια των χρημάτων του ενάγοντος, αφού η εναγομένη, έχοντας εγγυηθεί τη διατήρηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου του ενάγοντος αμέσως αντάλλαξε τους υβριδικούς τίτλους με μετοχές της, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο το σύνολο του επενδεδυμένου κεφαλαίου του ενάγοντος, ενώ είχε πληροφορήσει ορθά και σύννομα τον ενάγοντα σχετικά με τους επίδικους τίτλους, ο οποίος και ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον κίνδυνο που διέτρεχε από μια τέτοιου είδους επένδυση. Κατ ακολουθία, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών ενστάσεων της εναγομένης. Τέλος, ο ενάγων, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων (9.600) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ