Αριθμός 4909/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
14ο ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Νικόλαο Δαύρο, Πρόεδρο Εφετών, Βρυσηίδα Θωμάτου, Νίκη Κατσιαούνη – Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Μαρτίου 2019, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» (……..) και τον διακριτικό τίτλο «………», πρώην με την επωνυμία «…………………, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαστύλο.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. ………. και 2. …….., κατοίκων ….. Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αντωνίου Κακαντώνη. Οι ενάγοντες, με την από 19-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 10687/391/2012 αγωγή τους, που απευθύνεται στο
Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξεδωσε την με αριθμό 5070/2014 οριστική του απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την από 2-8-2016 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό …../12-12-2016 (αριθμός Εφετειου 4309/3535/2018), επί της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε προτάσεις και με σχετική δήλωσή του δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθεί, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων αναφέρθηκε στις προτάσεις τους που κατέθεσε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ `αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση, από 2-8-2016 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …../12-12-2016) έφεση, κατά της 5070/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 19-1-2012 ) (αριθμ.εκθ.καταθ.10687/391/2012) αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας. Η έφεση αρμόδια φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (αρθ.19 ΚΠολΔ) και ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται και από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αυτή δε δημοσιεύθηκε στις 15-12-2014 και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12-12-2016 (αρθ. 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το νόμο 4335/2015, λόγω του χρόνου άσκησης της έφεσης). Περαιτέρω, για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο του Δημοσίου και συγκεκριμένα κατατέθηκαν τα υπ`αριθμ. …, …, …. σειράς Α`παράβολα του Δημοσίου, με τα αντίστοιχα τούτων υπ`αριθμ. ……… και … σειράς Α`παράβολα του ΤΑΧΙΚ, συνολικού ποσού 200 ευρώ, όπως βεβαιώνεται από τον Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην έκθεση κατάθεσής της. Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια, διαδικασία (αρθ.533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 19-1-2012 (αριθμ.εκθ. καταθ. 10687/391/2012) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες (και ήδη εφεσίβλητοι) ισχυρίστηκαν, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της και κατά αποτελούντα αντικείμενο της παρούσας δίκης πραγματικά περιστατικά, οτι μεταξύ αυτών και της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας καταρτίστηκε η υπαριθμ. …../16-11-1999 δανειακή σύμβαση (τύπου balloon), δεκαπενταετούς διάρκειας, δυνάμει της οποίας η αντισυμβαλλομένη τους τους χορήγησε έντοκο στεγαστικό δάνειο ποσού 10.000.000 δραχμών (ή 29.347,03 ευρώ), με συνεχείς μηνιαίες καταβολές των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων επί του ποσού του δανείου, για 180 μήνες, αρχής γενομένης από τον μήνα Ιανουάριο του 2000. Ότι πριν την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, και με υπόδειξη των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγομένης, μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και της αναφερόμενης ασφαλιστικής εταιρίας καταρτίστηκε το υπαριθμ. …./4-11-1999 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, με ασφαλισμένο κεφάλαιο ύψους 10.012.515 δραχμών ή 29.383,75 ευρώ και με ασφάλιστρο, καταβαλλόμενο σε εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού 275.158 ευρώ ή 807, 51 ευρώ η κάθε μία, από την έναρξη της ασφάλισης, στις 27-10-1999, μέχρι τη ληξη της, στις 27-10-2014. ‘Ότι ακολούθως, μεταξύ του ασφαλισμένου πρώτου ενάγοντος και της εναγομένης τράπεζας καταρτίστηκε η από 16-11-1999 σύμβαση ενεχυρίασης και εκχώρησης του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δυνάμει της οποίας για την εξασφάλιση κάθε απαίτησης της εναγομένης από την επίδικη δανειακή σύμβαση, συνεστήθη υπέρ αυτής εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου επί της απαιτήσεως του πρώτου ενάγοντος κατά της αντισυμβαλλομένης του ασφαλιστικής εταιρίας για καταβολή του ασφαλίσματος, ποσού 10.012,515 δραχμών (ή 29.383,75 ευρώ), δηλαδή σχεδόν ισόποσο του χορηγηθέντος δανείου (των 10.000.000 δραχμών ή 29.347,03 ευρώ) και της εκχωρήθηκαν όλα τα δικαιώματα και οι αγωγές από τη άνω ασφαλιστική σύμβαση. Ότι με ρητό όρο της σύμβασης του επιδίκου δανείου συμφωνήθηκε ότι κατά την πληρωμή εκ μέρους τούτων (των εναγόντων) προς την δανείστριά τους εναγομένη της τελευταίας δόσης των δεδουλευμένων τόκων θα καταβάλλεται σε αυτή ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου του δανείου από το ισόποσο ασφάλισμα του προαναφερομένου ασφαλιστηρίου συμβολαίου που της είχε εκχωρηθεί και ότι η εναγομένη θα είχε δικαίωμα να απαιτήσει από τους ίδιους την απόδοση του χορηγηθέντος δανείου, μόνο σε περίπτωση μη καταβολής των ασφαλίστρων από τον υπόχρεο πρώτο ενάγοντα με συνέπεια την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης. Ότι, παρότι δεν επήλθε η περίπτωση αυτή, καθόσον η άδεια της αντισυμβαλλομένης του πρώτου ενάγοντος ασφαλιστικής εταιρίας ανακλήθηκε και ήταν πλέον αδύνατη η καταβολή εκ μέρους του των ασφαλίστρων και οι ίδιοι κατέβαλαν ανελλιπώς στην εναγομένη τους δεδουλευμένους τόκους, η τελευταία με την από 28-7-2011 επιστολή της αξίωσε από τους ίδιους, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, την καταβολή του άληκτου κεφαλαίου του δανείου, ποσού 29.347,03 ευρώ, ενώ θα έπρεπε να το αξιώσει αποκλειστικά και μόνο από την αναφερόμενη ασφαλιστική εταιρία ως ασφάλισμα λόγω της εκχώρησής του. Κατόπιν τούτων οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί α) το κύρος της από 16-11-1999 σύμβασης ενεχυρίασης και εκχώρησης ασφαλιστηρίου συμβολαίου που καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου τούτων και της εναγομένης για την καταβολή του ασφαλίσματος από την ασφαλιστική του εταιρία στην εναγομένη β) ότι οι ίδιοι δεν οφείλουν στην εναγομένη το αξιούμενο από αυτήν άληκτο κεφάλαιο του δανείου, ποσού 29.347,03 ευρώ και γ) ότι η εναγομένη οφείλει να αξιώσει την καταβολή του ανωτέρω άληκτου ποσού του δανείου αποκλειστικά από την αναφερόμενη ασφαλιστική εταιρία και όχι από τους ίδιους.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ αριθμ. 5070/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η εκκαλουμένη, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τα υπό τα στοιχεία α και γ αναγνωριστικά της αιτήματα, έγινε δεκτή κατ ουσίαν κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς την αναγνώριση της ανυπαρξίας της επικαλούμενης οφειλής της εναγομένης (β`αγωγικό αίτημα) και απορριπτομένου κατ ουσία του περί του αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης, αναγνωρίστηκε ότι οι ενάγοντες δεν της οφείλουν από τη μεταξύ τους δανειακή σύμβαση το ποσό των 29.347.03 ευρώ που αντιστοιχεί στο υφιστάμενο στις 28-7-2011 άληκτο υπόλοιπο του επιδίκου δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία, κατά το μέρος που έγινε με αυτή δεκτή η αγωγή των αντιδίκων της, δηλαδή ως προς την αναγνώριση της ανυπαρξίας της επικαλούμενης οφειλής των εναγόντων προς αυτή, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού της περί ύπαρξης της ένδικης οφειλής των εναγόντων με βάση της μεταξύ τους συμβάσεις, και επαναφέροντας τον ισχυρισμό της αυτό με λόγους έφεσης, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, με σκοπό, κατά παραδοχή του, να απορριφθεί η αγωγή των αντιδίκων και κατά το μέρος που έγινε αυτή δεκτή, δηλαδή ως αρνητική αναγνωριστική (υπό στοιχείο β`αίτημά της).
Από τα άρθρα 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” (που κατά το άρθρο 41 Εισ.Ν. ΑΚ διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ.) σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Με ειδική ρύθμιση του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή άλλης ανώνυμης εταιρείας) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαιτήσεως της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση δανείου (πιστώσεως) με ανοικτό λογαριασμό είτε απαιτήσεως οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γεννήσεώς της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχυράσεως καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο έχει ή δεν έχει βέβαιη χρονολογία. Με ειδικότερη δε ρύθμιση του ίδιου νομοθετικού διατάγματος αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαιτήσεως από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα. Από την επίδοση αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτο, η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, ενώ το μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφείλει να αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1168/2015, 956/2015, ΑΠ 1576/2014, Α.Π.480/ 2006, ΑΠ 988/2004 Δημ,Νόμος). Με τις διατάξεις αυτές εισήχθη εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από αυτές καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυριασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυριαστής να έχει δικαίωμα αν αποσβεσθεί το χρέος να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ (απ 1168/2015 ο.ο. ΑΠ. 1883/2014 Δημ.Νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 1224 εδ.α, 1235 αριθ. 1, 1243 αριθ. 1 και 1256 ΑΚ, οι τέσσερες τελευταίες απο τις οποίες κατά τα προεκτεθέντα εφαρμόζονται συμπληρωματικός και στο ενέχυρο απαιτήσεως υπέρ τράπεζας ή άλλης ανώνυμης εταιρείας, προκύπτει ότι ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυριαστή κατά τρίτου στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής (ΑΠ 1168/2015, ΑΠ 1576/2014 οπ). Σε κάθε περίπτωση η ως άνω, εκ του νόμου, εκχώρηση της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως δεν πρέπει να υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίο συνομολογείται η ενεχυρίαση απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου, που είναι η εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας και με την έννοια αυτή δεν συνεπάγεται μια τέλεια απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την δανείστρια, αλλά «περιορισμένη», που τα αποτελέσματά της ρυθμίζονται κατά πρώτο λόγο από το ενεχυριακό δίκαιο (ειδικό και συμπληρωματικά και το γενικό), επικουρικά δε, εφόσον δεν αντιτίθενται σ`αυτό, από τις γενικές για την εκχώρηση απαιτήσεων διατάξεις (ΑΠ 1065/2009 Δημ.Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 460 ΑΚ, ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους, πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του, επί δε νομικών προσώπων στον κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του (ΕΑ 407/2018 Δημ.Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δίκαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες εκτιμώνται χωριστά, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ανάλογα με το βαθμό γνώσεως και την αξιοπιστία κάθε μάρτυρα, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη, τόσο ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται οποιοδήποτε κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς (ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΑΠ 187/2010 δημ. Νόμος), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Κατά το μήνα Οκτώβριο του 1999 οι ενάγοντες, ενδιαφερόμενοι να λάβουν τραπεζικό δάνειο για τη χρηματοδότηση των εργασιών επισκευής της οικίας τους, απευθύνθηκαν στην εναγομένη τραπεζική εταιρία, στο υποκατάστημά της στην Αθήνα επί της οδού ….. Εκεί, μετά από διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες οι αρμόδιοι υπάλληλοι του εν λόγω υποκαταστήματος της εναγόμενης τους υπέδειξαν διάφορες μορφές δανειακών συμβάσεων, οι ενάγοντες επέλεξαν και αποφάσισαν να συνάψουν με την εναγομένη έντοκο δάνειο τύπου balloon. Στα πλαίσια του δανειακού αυτού τύπου πριν από την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, θα καταρτιζόταν μία σύμβαση ασφάλισης ζωής, ίσης διάρκειας, μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………………..» και το ακολούθως χορηγούμενο από την εναγόμενη στους ενάγοντες δάνειο, θα αποπληρωνόταν με την εφάπαξ καταβολή του ισόποσου τούτου ασφαλίσματος που θα εδικαιούτο από την άνω ασφαλιστική εταιρία ο πρώτος ενάγων ως ασφαλισμένος, κατά τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης, κατόπιν εκχωρήσεως της απαιτήσεώς του αυτής στην εναγόμενη τράπεζα, λόγω ενεχύρου, και μέχρι τότε οι δανειολήπτες ενάγοντες θα κατέβαλαν στην εναγομένη τράπεζα, τους δεδουλευμένους τόκους επί του δανείου τους, σε μηνιαίες δόσεις, στη δε ασφαλιστική εταιρία ο πρώτος ενάγων θα κατέβαλε τα σύμφωνη μένα, ανά εξάμηνο, ασφάλιστρα. Με τη συνδυαστική αυτή σύναψη δανειακής συμβάσεως, ασφαλιστικής συμβάσεως ζωής και σύμβασης ενεχύρου και εκχωρήσεως, εξασφαλιζόταν η αποπληρωμή του δανείου προς την δανείστρια εναγομένη εφάπαξ κατά τη λήξη του με την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης ίσης διάρκειας και την καταβολή του ασφαλίσματος κατά τη λήξη της, ο, εκ των δύο δανειοληπτών, ασφαλισμένος συμμετείχε κατά τους όρους της σύμβασης κατά τη λήξη της στα κέρδη της ασφαλιστικής εταιρίας και η τελευταία εισέπραττε προς τούτο τα ασφάλιστρα στις συμφωνημένες δόσεις. Σε εκτέλεση της επιλογής του εν λόγω τύπου δανείου, καταρτίστηκε αρχικά μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και της προαναφερόμενης ασφαλιστικής εταιρίας η από 4-11-1999 ασφαλιστική σύμβαση, για την οποία εκδόθηκε το υπ αριθμ. ……/4-11-1999 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, και συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, η ασφαλιστική κάλυψη του κινδύνου αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου που επρόκειτο να χορηγήσει η εναγομένη τράπεζα στους ενάγοντες, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου πρώτου ενάγοντος. Ειδικότερα, με την άνω ασφαλιστική σύμβαση ο πρώτος ενάγων συμβλήθηκε ως ασφαλισμένος και λήπτης της ασφάλισης και του παρασχέθηκε από την αντισυμβαλλομένη του ασφαλιστική κάλυψη για τους κινδύνους ζωής και υγείας του, ενώ για τη περίπτωση θανάτου του συμφωνήθηκε ότι το ασφάλισμα, ύψους 10.012.515 δραχμών, θα καταβαλλόταν στην εναγομένη δανείστρια τραπεζική εταιρία, η οποία ορίστηκε για την ασφαλιστική αυτή περίπτωση δικαιούχος του άνω ασφαλίσματος κατά ποσοστό 100%. Η διάρκεια της ασφάλισης ορίστηκε δεκαπενταετής, με έναρξη ισχύος στις 27-10-1999 και λήξη στις 27-10-2014 και τα ασφάλιστρα συμφωνήθηκαν στο ποσό των 275.158 δραχμών ανά εξάμηνο. Δώδεκα ημέρες μετά τη σύναψη της άνω ασφαλιστικής συμβάσεως, μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης τράπεζας, καταρτίστηκε η επίδικη υπ`αριθμ. ……./16- 11-1999 σύμβαση καταναλωτικού στεγαστικού δανείου, δυνάμει της οποίας η δανείστρια τράπεζα χορήγησε στους δανειολήπτες-ενάγοντες δάνειο ποσού 10.000.000 δραχμών για τη χρηματοδότηση της εκτέλεσης εργασιών βελτίωσης της οικίας τους. Η διάρκεια και αυτής της σύμβασης ορίστηκε δεκαπενταετής (180 μηνών) και το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, με επιτόκιο σταθερό, ποσοστού 10,50% για τους πρώτους τριάντα έξι μήνες από την εκταμίευση του δανείου και για το επόμενο χρονικό διάστημα συμφωνήθηκε έντοκο με κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο προς το Βασικό Στεγαστικό Επιτόκιο της εναγομένης, όπως αυτό θα ίσχυε την τελευταία ημέρα κάθε προηγούμενου μήνα, προσαυξημένο κατά 2%. Οι ενάγοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν τους δεδουλευμένους τόκους επί του ποσού του δανείου τους, στην εναγομένη, σε μηνιαίες δόσεις για τους 180 μήνες διάρκειας της σύμβασης, κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, η οποία ορίστηκε ως δήλη ημέρα καταβολής, αρχής γενομένης από την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιανουάριου του 2000. Η καταβολή του κεφαλαίου του δανείου στην εναγομένη συμφωνήθηκε να γίνει από το ισόποσο τούτου ασφάλισμα που θα δικαιούτο ο ασφαλισμένος πρώτος ενάγων από την άνω ασφαλιστική εταιρία κατά το χρόνο λήξης της μεταξύ τους σύμβασης, καταβάλλοντάς της μέχρι τότε κανονικά τα συμφωνημένα ασφάλιστρα, και θα το εισέπραττε η εναγομένη τράπεζα εφάπαξ, όταν οι ενάγοντες δανειολήπτες θα της κατέβαλαν την τελευταία οφειλόμενη μηνιαία δόση των δεδουλευμένων τόκων του δανείου τους. Ειδικότερα, με ρητό όρο της δανειακής σύμβασης (όρος 2 του προσαρτήματος I) συμφωνήθηκε ότι κατά την αποπληρωμή προς την εναγομένη της τελευταίας δόσης των δεδουλευμένων τόκων εκ μέρους των εναγόντων θα αποδιδόταν στην εναγομένη επιπλέον ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου του δανείου «από το ασφάλισμα του υπ`αριθμ. ………… ασφαλιστηρίου συμβολαίου». Για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εναγομένης δανείστριας τράπεζας από την δανειακή σύμβαση καταρτίστηκε την ίδια ημέρα μεταξύ αυτής και του πρώτου ενάγοντος η από 16-11-1999 έγγραφη «σύμβαση ενεχυρίασης και εκχώρησης ασφαλιστηρίου συμβολαίου σε ασφάλεια στεγαστικού δανείου». Με τη σύμβαση αυτή ορίστηκε ότι, για την εξασφάλιση κάθε απαίτησης της δανείστριας τράπεζας προερχομένης από τη δανειακή σύμβαση για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη απαίτησή της κατά του πρώτου ενάγοντος, αυτός συνιστά εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου υπέρ της επί κάθε απαιτήσεώς του απορρέουσας από το υπ`αριθμ. ………. ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά της αντισυμβαλλομένης του σε αυτό ασφαλιστικής εταιρίας «……………», παραδίδοντας το ασφαλιστήριο λόγω ενεχύρου στην εναγομένη- ενεχυρούχο δανείστρια- τράπεζα. Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος δήλωσε ότι εκχωρεί στην εναγομένη με το ενέχυρο αυτό και όλα σχετικά δικαιώματά του, προσωπικά και πραγματικά και τις σχετικές αγωγές, και υποσχέθηκε την εν λόγω απαίτηση αποκλειστικής κυριότητάς και ελευθέρας διαθέσεώς του, απαλλαγμένη από κάθε άλλη ενεχυρίαση, συμψηφισμό, απαίτηση τρίτου ή κατάσχεση. Αντίστοιχα η εναγομένη ενεχυρούχος τράπεζα, ως δικαιούχος της ενεχυριαζομένης απαιτήσεώς δήλωσε ότι δικαιούται να ασκεί τα εκ του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου απορρέοντα δικαιώματα και να προβαίνει κατά την κρίση της, οποτεδήποτε και άνευ συμπράξεως του πρώτου ενάγοντος-ενεχυριαστή και ανεξάρτητα από το ληξιπρόθεσμο ή μη των απαιτήσεώς της που προκύπτον από τη μεταξύ τους δανειακή σύμβαση, στη λήψη του ασφαλιζόμενου ποσού. Περαιτέρω η εναγομένη εξουσιοδοτήθηκε από τον πρώτο ενάγοντα, ανέκκλητα, να φέρει, κατά την κρίση της, οποτεδήποτε και χωρίς τη μεσολάβηση ή σύμπραξη του πρώτου ενάγοντος-ενεχυριαστή είτε σε πίστωση της, δια του ενεχύρου, ασφαλιζόμενης απαίτησής του, είτε να καταθέτει αυτό σε έντοκη κατάθεση με επιφύλαξη του εκ του ενεχύρου δικαιώματος και το τυχόν υπόλοιπο μετά την πλήρη ικανοποίησή της να το αποδίδει στον ενεχυριαστή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχει κατά το χρόνο εκείνο οποιαδήποτε οφειλή του προς τη ίδια από οποιαδήποτε αιτία. Επιπρόσθετα, με την ίδια σύμβαση, συμφωνήθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα δεν κωλύεται από το ενέχυρο αυτό που συνιστάται επί του ασφαλιστηρίου συμβολαίου να ασκήσει σε κάθε χρόνο όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά των έναντι αυτής υποχρέων για την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών της που ασφαλίζονται με την παρούσα σύμβαση ενεχύρου (όρος 8). Ειδικότερα η εναγομένη, δυνάμει ρητών, και όλων ουσιωδών, όρων της ένδικης δανειακής σύμβασης, είχε κατά των εναγόντων οφειλετών της, μεταξύ άλλων, απαίτηση α) για καταβολή του ανεξόφλητου ποσού του δανείου σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις στην περίπτωση μη αποπληρωμής από τον πρώτο ενάγοντα-που ήταν ένας εκ των δύο δανειοληπτών-οφειλετών της-των ασφαλίστρων του παραπάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που θα έχει σαν συνέπεια την ακύρωση της ασφαλιστικής κάλυψής του, από τον μήνα της αναγγελίας ακύρωσης της ασφαλιστικής κάλυψης (2β όρος του προσαρτήματος I της δανειακής σύμβασης) και β) να επιδιώξει την είσπραξη ολοκλήρου του άληκτου ανεξόφλητου δανείου, κηρύσσοντας αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό βΐ) με καταγγελία της σύμβασης, κατά τη απόλυτη κρίση της, σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε δόσεως ή μέρους της (80ς όρος) και β2) με απλή έγγραφη δήλωσή της, κατά την ελεύθερη κρίση της, προς τους ενάγοντες- οφειλέτες της, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση καθυστέρησης οποιαδήποτε δόσης η μέρους αυτής κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στον όρο 8, ως και σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, είτε η αξία των κατά την δανειακή σύμβαση και το προσάρτημα αυτής ασφαλειών μειωθεί ή καταστεί αμφίβολη είτε καταστεί αδύνατη ή αμφίβολη η ρευστοποίησή τους καθ οιονδήποτε τρόπο (10ος όρος πέρλα και ε ). Έτσι με τον παραπάνω μηχανισμό και με δεδομένο ότι η ενεχυρίαση ονομαστικής απαίτησης για την εξασφάλιση τραπεζικών απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις έχει ως συνέπεια την εκχώρηση των ενεχυριαζόμενων απαιτήσεων (αρθ.39 παρ.1, 44 ν.δ. 17.7/13.8.1923), σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ο πρώτον ενάγων προέβη με την άνω, από 16-11-1999 σύμβαση ενεχυρίασης, στην εκχώρηση προς την εναγομένη της απαίτησής του κατά της προαναφερόμενης αντισυμβαλλομένης του ασφαλιστικής εταιρίας, πριν την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, όπως άλλωστε ρητά ορίστηκε, διατηρώντας βέβαια η εναγομένη κατά των οφειλετών της- εναγόντων όλες τις απορρέουσες από την ένδικη δανειακή τους σύμβαση απαιτήσεις της, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες. Η προβλεπόμενη στην εν λόγω σύμβαση ενεχυρίασης εκχώρηση της αξίωσης καταβολής του ασφαλίσματος προς την εναγομένη δεν ολοκληρώθηκε, διότι ουδέποτε αναγγέλθηκε η εκχώρηση αυτή προς την ασφαλιστική εταιρία με οποιονδήποτε τρόπο και δη με τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.2 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 τύπο της αναγγελίας αυτής, με την επίδοση αντιγράφου της σύμβασης ενεχυρίασης προς την ασφαλιστική εταιρία, όπως απαιτείται, για να επέλθουν τα αποτελέσματά της. Επομένως, επειδή η εκχώρηση δεν ολοκληρώθηκε, ο πρώτος ενάγων ουδέποτε αποξενώθηκε από την αξίωσή του εκ του υπ`αριθμ. ……… ασφαλιστηρίου συμβολαίου για την καταβολή του προβλεπόμενου σε αυτό ασφαλίσματος, ούτε η εναγομένη τράπεζα κατέστη αποκλειστική δικαιούχος αυτού. Τα ανωτέρω κρίθηκαν και με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου για το λόγο αυτό κατ`ουσία του υπό το στοιχείο αναγωγικού αιτήματος που αφορά στην επικαλούμενη από τους ενάγοντες, ως τετελεσμένη και έγκυρη, εκχώρηση του ασφαλίσματος στην εναγομένη και περαιτέρω, αφού κρίθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα δεν απώλεσε το δικαίωμά της να στραφεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της από το επίδικο δάνειο κατά των εναγόντων-οφειλετών της με αποκλειστικά υπόχρεη προς τούτο την αναφερόμενη ασφαλιστική εταιρία, απορρίφθηκε κατ`ουσία και το υπό στοιχείο γ` σχετικό αίτημα της αγωγής, και τα κεφάλαια αυτά της εκκαλουμένης αποφάσεως δεν προσβλήθηκαν με έφεση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στη θέση της αρχικής αντισυμβαλλόμενης του πρώτου ενάγοντος στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλιστικής εταιρίας «…..» υπεισήλθε, λόγω συγχωνεύσεώς της με απορρόφηση, η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία « ….», με την υπ`αριθμ. Κ3 11601/2001 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 145/8-1-2002) και στη συνέχεια η επωνυμία της τελευταίας τροποποιήθηκε σε «…» (ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ υπ αριθμ. 256/8-4-2002). Οι ενάγοντες, στους οποίους χορηγήθηκε το δάνειο κατά την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης, και σε εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων κατέβαλαν στην εναγομένη περιοδικώς τις προβλεπόμενες μηνιαίες δόσεις των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων επί του κεφαλαίου του χορηγηθέντος δανείου, το οποίο παρέμενε άληκτο καθόλη τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης, και παράλληλα ο πρώτος ενάγων κατέβαλε στην ασφαλιστική του εταιρία τα σύμφωνημένα ασφάλιστρα από την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης μέχρι τις 18-11-2009, συνολικού ποσού 17.347,91 ευρώ. Τότε κατέβαλε για τελευταία φορά ασφάλιστρα στην άνω ασφαλιστική εταιρία, ποσού 807,51 ευρώ, που αφορούσαν στο εξάμηνο χρονικό διάστημα, από 27-10-2009 έως 27-4- 2010. Δύο μήνες πριν τη λήξη του εξαμήνου αυτού, στις 25-2-2010, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της άνω ασφαλιστικής εταιρίας με απόφαση του ΔΣ της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, στην υπ`αριθμ. …. /25-2-2010 συνεδρίασή του, και τέθηκε αυτή σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Μετά τη διακοπή της λειτουργίας της, επειδή ο αντισυμβαλλόμενός της πρώτος ενάγων δεν ελάμβανε πλέον ειδοποιητήρια για τον τρόπο καταβολής και το ύψος των οφειλομένων ασφαλίστρων, οι ενάγοντες, ως οφειλέτες της εναγομένης τράπεζας-δανειολήπτες της, απευθύνθηκαν σε αυτή εγγράφως ζητώντας πληροφορίες για τον τρόπο εξακολούθησης της πληρωμής των ασφαλίστρων. Σε απάντηση η εναγομένη τους απέστειλε το υπ`αριθμ. πρωτ. …../28-7-2011 έγγραφό της, υπογεγραμμένο από τους αρμοδίους υπαλλήλους της, του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών καταναλωτικής στεγαστικής πίστης, με το οποίο, αφού τους επισήμανε, ορθά, την αυτοτέλεια της δανειακής τους σύμβασης από αυτή της ασφαλιστικής σύμβασης του πρώτου τούτων με την ασφαλιστική εταιρία, τους γνωστοποιούσε ότι στις 28-7-2011 το άληκτο κεφάλαιο του επιδίκου δανείου τους, που έληγε μετά από τις 41 μήνες και τους βαρύνει, ανέρχεται στο ποσό των 29.347,03 ευρώ και ότι ήδη εκκρεμούσε η καταβολή μέρους της δόσης τόκων του μηνός Ιουλίου 2011, ποσού 200,70 ευρώ. Παράλληλα δήλωσε στους εναγόντες ότι συμμερίζεται τη δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει με την ασφαλιστική εταιρία και προσφέρθηκε να βρουν από κοινού μία λύση για τον τρόπο αποπληρωμής της ανωτέρω οφειλής τους προς την ίδια, από τη μεταξύ τους δανειακή σύμβαση. Οι ενάγοντες αρνήθηκαν την ύπαρξη της άνω οφειλής τους προς την εναγομένη, θεωρώντας αποκλειστικά υπόχρεη για την καταβολή της την αντισυμβαλλομένη ασφαλιστική εταιρία του πρώτου τούτων, όπως διατείνονται και στην ένδικη αγωγή τους, ζητώντας περαιτέρω-με το υπό στοιχείο β`αίτημα αυτής που ενδιαφέρει εν προκειμένω-την αναγνώριση της ανυπαρξίας της οφειλής τους, την οποία επικαλείται η εναγομένη με την άνω επιστολή της, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως απορρέουσα από τη μεταξύ του δανειακή σύμβαση. Με βάση όμως τις προαναφερόμενες τελεσίδικες κρίσεις της εκκαλουμένης αποφάσεως και τους ανωτέρω όρους της δανειακής σύμβασης (υπ`αριθμ. 10 συν.με τον υπ`αριθμ.8), αλλά και της σύμβασης ενεχυρίασης (όρος 8), σε συνδυασμό και με την μη καταβολή μέρους οφειλόμενης δόσης των δεδουλευμένων τόκων, η εναγομένη δανείστρια τράπεζα έχει κατά των εναγόντων δανειοληπτών απαίτηση εκ της μεταξύ τους δανειακής συμβάσεως για το άληκτο κεφάλαιο του χορηγηθέντος σε αυτούς δανείου και σε εκτέλεση των συμβατικών αυτών όρων, με την, ανωτέρω, κατά την ελεύθερη κρίση της, έγγραφη δήλωσή της, το αξίωσε από τους ενάγοντες, ως ήδη απαιτητό στο σύνολό του, έχοντας προς τούτο νόμιμο και συμβατικό δικαίωμα, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, προσφερόμενη να τους διευκολύνει περαιτέρω, μόνο στον τρόπο αποπληρωμής του. Η κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως από τον πρώτο ενάγοντα με την άνω ασφαλιστική εταιρία και η ενεχυρίαση στην εναγόμενη της εξ αυτής απαιτήσεώς του για το ασφάλισμα κατά τη λήξη της ασφάλισης, έγινε προς εξασφάλιση της απαίτησης της εναγομένης κατά των εναγόντων οφειλετών της από την ένδικη δανειακή σύμβαση, για απόδοση του χορηγηθέντος δανείου κατά τη συμβατική του λήξη, όπως ρητά άλλωστε αναφέρθηκε στην από 6-11- 1999 σύμβαση ενεχύρου, και σε καμία περίπτωση τα ανωτέρω περιστατικά δεν επάγονται απόσβεση της αντίστοιχης υποχρέωσης των εναγόντων, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται από τους τελευταίους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι δεν υφίσταται οφειλή των εναγόντων δανειοληπτών προς την εναγομένη για απόδοση του άληκτου δανείου που τους χορήγησε, απορρίπτοντας τον περί αντιθέτου ισχυρισμό της εναγομένης με επίκληση συμβατικών όρων, έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων αλλά και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της, επαναφέροντας τον ίδιο ισχυρισμό της. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή η έφεση κατ`ουσία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, δηλαδή ως αρνητική αναγνωριστική, της ανυπαρξίας οφειλής των εναγόντων προς την ενάγουσα για το άληκτο υπόλοιπο του επιδίκου δανείου (β`αγωγικό αίτημα) και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατά το μέρος που χωρεί η εξαφάνιση και δικαστεί κατά τούτο η αγωγή από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει, κατά παραδοχή του ανωτέρω ισχυρισμού της εναγομένης, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, έστω και εν μέρει, συνεξαφανιζομένης και της διατάξεως αυτής περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (αρθ.179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της παραδοχής της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα των προαναφερομένων παραβολών που κατατέθηκαν για το παραδεκτό της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ`ουσία την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα των αναφερόμενων στο σκεπτικών της παρούσας παραβολών, που κατατέθηκαν για την έφεση.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη, υπ`αριθμ. 5070/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας) και συγκεκριμένα κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, δηλαδή ως αρνητική αναγνωριστική οφειλής των εναγόντων προς την εναγομένη (β`αγωγικό αίτημα) και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής των δικαστικών εξόδων.
Διακρατεί την υπόθεση κατά το μέρος που χωρεί η εξαφάνιση και δικάζει κατά τούτο επί της αγωγής.
Απορρίπτει κατ`αυτό την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας συνολικά μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18-7-2019 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2-9-2019 αποντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ