ΑΠΟΦΑΣΗ 7430/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Τρυφωνία Ζήση, Πρωτόδικη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Ηλέκτρα Καβρουλάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 06-11-2019, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …. του … και της …, κατοίκου Δήμου … Αττικής, επί της οδού … με ΑΦΜ …. η οποία κατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ανδρέα Κυριακόπουλο (ΑΜΔΣΑ 035650, σχετ. το υπ’ αριθμ. …/2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ) δυνάμει της από 01-03-2018 έγγραφης χορήγησης πληρεξουσιότητας και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και με αρ. Γ.Ε.Μ.Η. …. η οποία κατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Παπαστύλου (ΑΜΔΣΑ 017408, σχετ. το υπ’ αριθμ. …/2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ) δυνάμει του από …/28-12-2016 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-12-2017 και με αριθμό κατάθεσης …/28-12-2017 αγωγή της, η οποία, δυνάμει της από 10-05-2018 πράζης της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τα άρθρα 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών” (που κατά το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ) σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Με ειδική ρύθμιση του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή άλλης ανώνυμης εταιρίας) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαιτήσεως της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση δανείου (πιστώσεως) με ανοικτό λογαριασμό είτε απαιτήσεως οποιοσδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γεννήσεώς της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχυράσεως καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο έχει ή δεν έχει βέβαιη χρονολογία. Με ειδικότερη δε ρύθμιση του ίδιου νομοθετικού διατάγματος αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαιτήσεως από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα. Από την επίδοση αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτο, η τραπεζα θεωρείται οχι οιονεί νομέας αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, ενώ το μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφείλει να αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1168/2015, 956/2015, ΑΠ 1576/2014, ΑΠ 480/2006, ΑΠ 988/2004, ΤΝΠ Νόμος). Με τις διατάξεις αυτές εισηχθη εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από αυτές καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυριασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυριαστής να έχει δικαίωμα αν αποσβεσθεί το χρέος να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ (ΑΠ 1168/2015, ΑΠ 1883/2014 ΤΝΠ Νόμος). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 1224 εδ. α’, 1235 αριθ. 1, 1243 αριθ. 1 και 1256 ΑΚ, οι τέσσερες τελευταίες από τις οποίες κατά τα προεκτεθέντα εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στο ενέχυρο απαιτήσεως υπέρ τράπεζας ή άλλης ανώνυμης εταιρίας, προκύπτει ότι ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυριαστή κατά τρίτου στην οποία έχει συ σταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής (ΑΠ 1168/2015, ΑΠ 1576/2014 ο.π.). Σε κάθε περίπτωση η ως άνω, εκ του νόμου, εκχώρηση της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως δεν πρέπει να υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίο συνομολογείται η ενεχυρίαση απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου, που είναι η εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας και με την έννοια αυτή δεν συνεπάγεται μια τέλεια απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την δανείστρια, αλλά «περιορισμένη», που τα αποτελέσματά της ρυθμίζονται κατά πρώτο λόγο από το ενεχυριακό δίκαιο (ειδικό και συμπληρωματικά και το γενικό), επικουρικά δε, εφόσον δεν αντιτίθενται σ’ αυτό, από τις γενικές για την εκχώρηση απαιτήσεων διατάξεις (ΑΠ 1065/2009 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 460 ΑΚ, ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους, πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του, επί δε νομικών προσώπων στον κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του (ΕφΑΘ 4909/2019, ΕφΑΘ 407/2018, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη Νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005, ΤΝΠ Νόμος). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προύπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον. Ακολούθως, το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 3587/2007, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (παρ. 1 εδ. σ’), ότι: «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β’), ότι: «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι: «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α’), ότι: «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β 1) και ότι: «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά δίχως άλλο υπαιτιότητα» (παρ. 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διάταξης αυτής δύναται να είναι και Τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να ι είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Εξάλλου, με την Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος …/2002 (ΦΕΚ Α’ 277/2002), η οποία`εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του, με το άρθρο 92 παρ. 1 του Ν. 3601/2007), και, άρα έχει ισχύ ουσιαστικού Νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα Πιστωτικά Ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α’ της εν λόγω ΠΑΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και να μεριμνούν, για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών, προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παρ. Β’ της ίδιας ΠΑΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κ.λπ.). Εξάλλου, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑΘ 1403/2015, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγόμενου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολό τους υπάγονται, λόγω ποσού, στο δικαστήριο, όπου εισάγονται, γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας και ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, η σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία ή όχι, προσδιορίζεται από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι άλλων (Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, Ερμηνευτική και Νομολογιακή Ανάλυση, εκδ. 1997, άρθρο 9, αρ. 11, σελ. 132). Αν, όμως, οι σωρευόμενες απαιτήσεις ή κάποια από αυτές δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα ή υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, ο υπολογισμός δεν χωρεί. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο θα ερευνήσει αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση, ανάλογα με το ποσό, αν είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανάλογα με τη φύση της, αν δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο, θα εκδικασθούν από αυτό, ενώ αλλιώς θα κρατήσει εκείνη για την οποία έχει αρμοδιότητα και θα παραπέμψει την άλλη για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οπότε θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ (Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρο 9, αρ. 14). Για την αρμοδιότητα της θετικής αναγνωριστικής αγωγής, ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα ισχύει ό,τι και στην καταψηφιστική αγωγή. Για την αρνητική αναγνωριστική αγωγή, αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο είναι εκείνο, το οποίο θα είχε αρμοδιότητα αν είχε ασκηθεί από τον ήδη εναγόμενο ως θετική αναγνωριστική αγωγή (ΕφΠειρ. 237/2002 ΠειρΝομ 2002/177, X. Απαλαγάκη: ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 5η, άρθρο 70, αρ. 9, σελ. 239), ενώ, κατ’ άλλη άποψη, το αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης και γι’ αυτό υπάγεται πάντοτε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο (Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π., άρθρο 70, αρ. 71, σελ. 456).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή της ότι στα μέσα του έτους 1999 αιτήθηκε στους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγομένης τη χορήγηση επισκευαστικού – στεγαστικού δανείου, ποσού 9.000.000 δραχμών (26.412,32 €), προκειμένου να επισκευάσει την κατοικία της. Ότι η εναγομένη, δια των αρμοδίων υπαλλήλων της, της επισήμανε ότι δεν ήταν δυνατή η χορήγηση του εν λόγω δανείου και της πρότεινε να λάβει ένα σύνθετο τραπεζικό προϊόν, που είχε δημιουργήσει η εναγομένη σε συνεργασία με την ασφαλιστική εταιρία “…”, το οποίο θα της έδινε τη δυνατότητα να λάβει το ποσό που επιθυμούσε μεταθέτοντας την εξόφληση του κεφαλαίου σε απώτατο χρόνο που θα συνέπιπτε με το χρόνο λήξης του ασφαλιστικού προϊόντος ζωής. Ότι ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης δεν την ενημέρωσε για την οικονομική κατάσταση και το δείκτη φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρίας και δεν της επισήμανε τους κινδύνους που ενείχε, αποσιωπώντας τα τεχνηέντως. Ότι πείσθηκε για το σύνθετο τραπεζικό προϊόν, που της πρότεινε η εναγόμενη, και συνήψε, καθ’ υπόδειξη της τελευταίας, την 24-08-1999 και την 18-02-2000 με την ασφαλιστική εταιρία “…” τα υπ’ αριθμ. …/24- 08-1999 και …/18-02-2000 ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, διάρκειας 15 ετών και συνολικού ποσού 9.000.000 δραχμών, ήτοι το ισόποσο κεφάλαιο του δανείου, που θα της χορηγούσε η τράπεζα. Ότι εν συνεχεία συνήψε με την εναγόμενη στις 23-03- 2000 την υπ’ αριθμ. …/23-03-2000 σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 9.000.000 δραχμών (26.412,32 €), αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει τους δεδουλευμένους τόκους επί του ποσού του δανείου για 180 μήνες, την In εργάσιμη ημέρα εκάστου μηνάς, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του έτους 2000. Ότι εκτός από την προσημείωση υποθήκης, που ενεγράφη επί του ακινήτου της, εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης για την τήρηση των όρων της σύμβασης δανείου ο συνάδελφός της …, παραιτούμενος από την ένσταση της διζήσεως. Ότι αυθημερόν (23-03-2000) υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων και σύμβαση ενεχυρίασης ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δυνάμει της οποίας συστήθηκε ενέχυρο υπέρ της εναγομένης επί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα οποία και της παραδόθηκαν, και εκχωρήθηκαν στην αντίδικο όλα τα δικαιώματα της ενάγουσας, καθώς και οι σχετικές αγωγές, που αφορούν την απαίτησή της κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, εκχώρηση, η οποία αναγγέλθηκε στην ασφαλιστική εταιρία από την τράπεζα. Ότι με ρητό όρο της σύμβασης του επιδίκου δανείου συμφωνήθηκε ότι κατά την πληρωμή εκ μέρους της ενάγουσας προς την δανείστριά της εναγομένη της τελευταίας δόσης των δεδουλευμένων τόκων θα αποδοθεί σε αυτή ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου του δανείου από το ισόποσο ασφάλισμα των προαναφερόμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που της είχαν εκχωρηθεί και ότι η εναγομένη θα είχε δικαίωμα να απαιτήσει από την ενάγουσα την απόδοση του χορηγηθέντος δανείου σε περίπτωση μη καταβολής των ασφαλίστρων από αυτήν με συνέπεια την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης. Ότι η ενάγουσα μέχρι το έτος 2010 κατέβαλε κάθε ληξιπρόθεσμη δόση των ασφαλίστρων και συγκεκριμένα έχει καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.079,50 € για το υπ’ αριθμ. …/24-08-1999 συμβόλαιο και το ποσό των 5.045,83 € για το υπ’ αριθμ. …/18-02-2000 συμβόλαιο, ενώ μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2015 κατέβαλε προσήκοντος και εμπροθέσμως και τους δεδουλευμένους τόκους της σύμβασης δανείου, συνολικού ποσού 38.199,34 €. Ότι από τις αρχές του έτους 2010 η ασφαλιστική εταιρία έπαψε να αποστέλλει ειδοποιητήρια για την πληρωμή των ασφαλίστρων, διότι ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε αυτή υπό εκκαθάριση. Ότι μετά από επικοινωνία με τους | υπαλλήλους της εναγόμενης, της δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι η είσπραξη του κεφαλαίου του δανείου στη λήξη της σύμβασης ασφάλισης αφορούσε την τράπεζα, στην οποία είχαν παραδοθεί τα ασφαλιστήρια. Ότι στις 09-06-2015 μετέβη σε υποκατάστημα της εναγομένης, προκειμένου να υποβάλει αίτηση για χορήγηση αναλυτικού πίνακα συμβατικών τόκων και βεβαίωσης περί εξόφλησης δανείου κατά κεφάλαιο και τόκους, πλην όμως η υπάλληλος της εναγομένης δεν παρέλαβε την αίτηση και την ενημέρωσε ότι θα λάμβανε έγγραφη ειδοποίηση τις επόμενες ημέρες. Ότι στις 10-06-2015 της απεστάλη η από 03-06-2015 επιστολή της τράπεζας, με την οποία την καλούσε η εναγομένη να καταβάλει το κεφάλαιο του δανείου, ποσού 26.412,22 €, τόκους υπερημερίας 240,91 € και ληξιπρόθεσμους τόκους, ύψους 182,41 €, χωρίς να την ενημερώνει για τις ενέργειες στις οποίες προέβη σε σχέση με την είσπραξη του ασφαλίσματος, αν αυτή αναγγέλθηκε στη διαδικασία εκκαθάρισης της ασφαλιστικής και αν έλαβε κάποιο ποσό. Ότι απάντησε στην τράπεζα με την από 30-07-2015 επιστολή της, στην οποία αναφέρει ότι δεν οφείλει στην εναγομένη κάποιο ποσό για το κεφάλαιο του δανείου, διότι είναι δική της ευθύνη και της επισήμανε ότι δεν την ενημέρωσε για τους κινδύνους που ενείχε πριν τη σύναψη της σύμβασης, ότι εν συνεχεία δεν την προειδοποίησε για την εξαγορά των ασφαλιστικών προϊόντων έγκαιρα και πριν την οικονομική κατάρρευση της ασφαλιστικής, αλλά ούτε και την όχλησε μετά την ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής εταιρίας για την επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης δανείου. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της αντιδίκου υπέστη α) θετική ζημία, συνολικής αξίας 53.324,67 € (15.125,33 € για ασφάλιστρα + 38.199,34 € για δεδουλευμένους τόκους) και β) ηθική βλάβη, αξίας 15.000 €, διότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της τράπεζας προσβλήθηκε η προσωπικότητά της και της προκλήθηκε οργή, θλίψη, αγανάκτηση και στεναχώρια. Με βάση τα ανωτέρω και ύστερα από παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, η οποία έγινε με τις προτάσεις της και ισχύει ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (άρθρα!215§1, 223, 294, 295§1 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 5/1997 ΕλλΔνη 1997/1033, ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ενάγουσα ζητεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, α) να αναγνωριστεί` ότι δεν οφείλει στην εναγομένη το ποσό του κεφαλαίου του ένδικου δανείου 26.412,22 €, καθώς και τους τόκους από την εν λόγω σύμβαση, β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει λόγω παράβασης των διατάξεων του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, άλλως των διατάξεων της αδικοπραξίας 914 επ. ΑΚ, άλλως των διατάξεων περί εσφαλμένης παροχής συμβουλών κατ’ άρθρο 729 ΑΚ, το ποσό των 53.324,67 € για τη θετική της ζημία και το ποσό των 15.000 € λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Η αγωγή αυτή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται πλέον η καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθόσον πρόκειται για αγωγή που ασκήθηκε ως καταψηφιστική πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4446/2016 και ετράπη σε αναγνωριστική μετά τη δημοσίευσή του (άρθρο 33 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον, φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης περί καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου, ενόψει του ότι στο δικόγραφο της αγωγής παραδεκτώς σωρεύονται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, αρνητική αναγνωριστική διαφορά, το αντικείμενο της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 26.412,22 € για κεφάλαιο και 423,32 για τόκους, και δεν μπορεί, κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν Δικαστήριο, να θεωρηθεί ότι δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, ώστε να εγκαθιδρυθεί η αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, καθώς και αξίωση λόγω αδικοπραξίας ποσού 53.3242,67 € για θετική ζημία και ποσού 15.000 € για ηθική βλάβη. Είναι, δε, η αγωγή ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγομένη, καθόσον περιέχονται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τις σωρευόμενες αγωγές και ειδικότερα εκτίθενται αναλυτικά αφενός οι κρίσιμοι όροι της σύμβασης δανείου και της σύμβασης ενεχύρασης και εκχώρησης, χωρίς να απαιτείται η πλήρης παράθεση των όρων των συμβάσεων, και αφετέρου τα στοιχεία της παραβίασης των διατάξεων του καταναλωτή περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες και των διατάξεων της αδικοπραξίας, τα, δε, λοιπά που αναφέρει η εναγομένη περί μη διευκρίνισης του λογαριασμού, στον οποίο έγιναν οι καταβολές και περί μη παράθεσης της κίνησης του λογαριασμού αποτελούν ζητήματα που άπτονται της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 330, 334, 340, 346, 361, 410 επ., 417, 455επ., 1211, 1247, 1248, 713επ., 914, 919, 922, 932 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και 1 παρ. 3 και 4, 8, 9α – 9Θ Ν. 2251/1994, ηλην των παρεπόμενων αιτημάτων περί κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, τα οποία, ύστερα από τον παραπάνω περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις (ΕφΘεσ 28365/2011 Αρμ. 2012/914) και διότι η προσωπική κράτηση προϋποθέτει εκτελεστό τίτλο και τέτοιον αποτελούν οι καταψηφιστικές αποφάσεις και όχι εκείνες που προβαίνουν σε αναγνώριση δικαιώματος. Επομένως, η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 249, 250, 251, 261, 270, 272, 277 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για το ορισμένο της ενστάσεως παραγραφής, πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος, κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής και ο χρόνος επιδόσεως της αγωγής, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι της επιδόσεως της αγωγής, από την οποία διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής. Διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή μη αναφοράς των παραπάνω στοιχείων, ο ισχυρισμός περί παραγραφής της διωκόμενης με την αγωγή αξιώσεως, είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και, επομένως, απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 448/2015 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη αρνείται την αγωγή και περαιτέρω προβάλλει την ένσταση παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας, διότι α) έχει παρέλθει η κατ’ άρθρο 157 ΑΚ διετής αποσβεστική προθεσμία, καθόσον η άδεια της ασφαλιστικής εταιρίας ανακλήθηκε το 2009 και η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε τον Δεκέμβριο του έτους 2017 και β) η απαίτηση από αδικοπραξία και από ενδοσυμβατική ευθύνη παραγράφεται κατ’ άρθρο 937 ΑΚ και 250 ΑΚ μετά από πέντε έτη και εν προκειμένω έχει παραγραφεί οποιαδήποτε ζημία της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι εν προκειμένω η υπό κρίση αγωγή δεν συνιστά αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης ή απάτης, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ. Ακολούθως, ο ισχυρισμός αυτός κατά το δεύτερο σκέλος του προβάλλεται αορίστως και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, καθ’ ότι δεν εκτίθεται στο δικόγραφο των προτάσεων για την πληρότητα του ισχυρισμού, ο χρόνος γένεσης της αξίωσης, το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής και ο χρόνος επίδοσης της αγωγής, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη. Τέλος, η εναγομένη εκθέτει, επικουρικά, ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας είναι καταχρηστική, διότι ενώ η ίδια επέλεξε αυτή τη μορφή δανειοδότησης και έχει ήδη εισπράξει το ποσό του κεφαλαίου της σύμβασης δανείου, αρνείται να της καταβάλει την οφειλή της. Ότι, επίσης, από τότε που ανακλήθηκε η άδεια της ασφαλιστικής εταιρίας δεν έχει προβεί σε οιαδήποτε ενέργεια, προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματά της, παρά τις συνεχείς προσκλήσεις και ανακοινώσεις των εκκαθαριστών της ασφαλιστικής εταιρίας, ενώ η εκχώρηση της ασφαλιστικής σύμβασης έγινε με τη μορφή εξασφάλισης του στεγαστικού δανείου και όχι με τη συμφωνία της καταβολής προς εξόφληση. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης συνιστά την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 281 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από την υπ’ αριθμ. ../29-03-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα … ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας έγινε μετά από νόμιμη πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες κλήτευση της αντιδίκου της [άρθρο 422§1 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), σχετ. η υπ’ αριθμ. …26-03-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ….] [σημειωτέον ότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση είναι παραδεκτή, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης ως νόμω αβάσιμους, διότι, σχετικά με τον πρώτο λόγο περί απαράδεκτου αυτής λόγω μη σύμπραξης πληρεξούσιου δικηγόρου, στο άρθρο 422 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου, του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ορίζεται ότι: «Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν οι διάδικοι», από τη διατύπωση του οποίου προκύπτει ότι η παράσταση του κάθε διαδίκου και δη με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη λήψη της, είναι προαιρετική και δεν αποτελεί αναγκαίο τύπο της διαδικασίας, ώστε η μη τήρησή του να την καθιστά απαράδεκτη, απαράδεκτο, που αν ήθελε ο νομοθέτης θα το όριζε ρητά, και ως προς το δεύτερο ισχυρισμό περί απαράδεκτου της ένορκης βεβαίωσης λόγω έλλειψης σαφούς και ορισμένης επίκλησης με παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη της, δεν είναι απαραίτητο στοιχείο, για να ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση, η αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη της κατάθεσης της μάρτυρα, αλλά αρκεί η επίκληση απλώς της ένορκης βεβαίωσης στις προτάσεις, επίκληση που εν προκειμένω υφίσταται στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της ενάγουσας (για όλα τα παραπάνω σχετ. ΕφΘεσ 1953/2019 ΤΝΠ Νόμος)], από την υπ’ αριθμ. …/10-04-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών Γεωργίου Χρήστου, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, με πρωτοβουλία της οποίας έγινε μετά από νόμιμη πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες κλήτευση της αντιδίκου της [άρθρο 422§1 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), σχετ. η υπ’ αριθμ. …/03-04-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …. …], από τις ομολογίες των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στα μέσα του έτους 1999 η ενάγουσα, προκειμένου να προβεί σε εργασίες επισκευής της οικίας της, ήτοι του με στοιχείο Α-1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου μίας οικοδομής, κείμενης επί της συμβολής των οδών … (πρώην …) του Δήμου .. (τότε Άνω Λιοσίων) Αττικής, απευθύνθηκε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…..» και ήδη με την επωνυμία «….», για να δανειοδοτηθεί από εκείνη με στεγαστικό δάνειο. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόμενης Τράπεζας πρότειναν στην ενάγουσα ένα σύνθετο προϊόν τραπεζικού δανεισμού, το οποίο διαφοροποιούσε τους όρους αποπληρωμής του χορηγούμενου δανείου, ήτοι της πρότειναν τη συνδυαστική σύναψη συμβάσεως χορηγήσεως δανείου και ασφάλειας ζωής, με συμμετοχή στα κέρδη, με ασφαλιστική εταιρία, κατάλληλη για τους σκοπούς της σύμβασης αυτής, ήτοι για την εξασφάλιση του κεφαλαίου του ποσού που θα δανειζόταν, διάρκειας ίσης με τη διάρκεια του δανείου και με ασφαλισμένο κεφάλαιο που θα κάλυπτε το ποσό του δανείου. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, συνήψε η ενάγουσα την 24-08-1999 και την 18-02-2000 με την ασφαλιστική εταιρία “… ασφαλιστική σύμβαση μικτή με συμμετοχή στην υπεραπόδοση των μαθηματικών αποθεμάτων, για την οποία συντάχθηκαν και υπογράφηκαν τα υπ’ αριθμ. …/24-08-1999 και …/18-02-2000 ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, με λήπτη ασφάλισης και ασφαλισμένη την ίδια και δικαιούχους της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ασφαλίσματος) τον σύζυγό της … και τα τέκνα της …….. Η διάρκεια της ασφάλισης ορίστηκε δεκαπενταετής και ως χρόνος ενάρξεως της ασφάλισης ορίστηκε η 24-08-1999 για το υπ’ αριθμ. …/24-08-1999 ασφαλιστήριο και η 18-02-2002 για το υπ’ αριθμ. …/18- 02-2000 ασφαλιστήριο. Ασφαλιζόμενο κεφάλαιο και επιστρεπτέο κατά τη λήξη της σύμβασης ασφάλισμα ορίστηκε το ποσό 6.000.000 δρχ. για το πρώτο ασφαλιστήριο, καταβλητέο την 24-08-2014, και το ποσό των 3.000.000 δρχ. για το δεύτερο, καταβλητέο την 18-02-2015, και συνολικού ποσού 9.000.000 δραχμών (26.412,32 €), ενώ το εξαμηνιαίο ασφάλιστρο συμφωνήθηκε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο στο ποσό των 176.532 δρχ. (518,07 €) για το πρώτο ασφαλιστήριο και στο ποσό των 88.374 δρχ. (259,35 €) για το δεύτερο ασφαλιστήριο. Η συγκεκριμένη ασφάλεια έφερε το χαρακτήρα της «μικτής ασφάλειας με συμμετοχή στα κέρδη», στα πλαίσια της οποίας η ασφαλιστική εταιρία ήταν υποχρεωμένη, όπως ρητά αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, να καταβάλει το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο στο δικαιούχο, αμέσως μετά το θάνατο του ασφαλιζομένου ή στον ίδιο τον ασφαλιζόμενο στη λήξη ισχύος της ασφαλίσεως και επιπλέον συμφωνήθηκε, ως ειδικός όρος, ότι: «Το ασφαλιστήριο αυτό, εφόσον βρίσκεται σε ισχύ και σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της δανείστριας Τράπεζας ή άλλου Πιστωτικού Οργανισμού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη στεγαστικού δανείου και εξόφληση του κεφαλαίου του». Περαιτέρω, στις 23-03-2000 μεταξύ της ενάγουσας, ως πιστούχου και της εναγομένης, ως πιστώτριας, συνήφθη η υπ’ αριθμ. …/23-03-2000 Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου, με την οποία χορηγήθηκε σ’ αυτήν (ενάγουσα) έντοκο στεγαστικό δάνειο, ύψους εννέα χιλιάδων (9.000.000) δραχμών (26.412,32 €), διάρκειας δεκαπέντε (15) ετών, σε πίστωση του υπ’ αριθμ. ….. καταθετικού λογαριασμού της ενάγουσας, που τηρούνταν στην τράπεζα και με αιτιολογία τη βελτίωση της ως άνω προαναφερόμενης κατοικίας της. Στον υπ’ αριθμ. 8 όρο της εν λόγω δανειακής σύμβασης, ορίστηκε ρητά, μεταξύ άλλων, ότι: «… σε περίπτωση καθυστέρησης οποιοσδήποτε δόσεως ή μέρους αυτής, αυτή (δόση) καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και η Τράπεζα, αυτοδίκαια και χωρίς επιταγή προς πληρωμή ή άλλη όχληση και ειδοποίηση του Οφειλέτη, λογίζει επ’ αυτής τόκο υπερημερίας, από την επόμενη της ημερομηνίας καταβολής μέχρις εξοφλήσεως. Στην περίπτωση αυτή επίσης συμφωνείται ότι η Τράπεζα δικαιούται, κατά την απόλυτη κρίση της, να καταγγείλει άμεσα τη σύμβαση και να κηρύξει ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του Δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, κατά το άληκτο κεφάλαιο του Δανείου, τις ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτού, τους τόκους και τα έξοδα …» . Εξάλλου, στον υπ’ αριθμ. 10 όρο της σύμβασης διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι: «…. η Τράπεζα δικαιούται, κατά την ελεύθερη κρίση της, με απλή έγγραφη δήλωσή της προς τον Οφειλέτη, να κηρύξει αμέσως ολόκληρο το Δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να επιδιώξει πάραυτα την είσπραξή του, αν συντρέξει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Σε περίπτωση καθυστέρησης οποιοσδήποτε δόσης ή μέρους αυτής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο άρθρο 8 της παρούσας σύμβασης, β)…, γ)…, δ) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία είτε η αξία των κατά την παρούσα σύμβαση και το προσάρτημα II αυτής ασφαλειών μειωθεί ή καταστεί αμφίβολη, είτε καταστεί αδύνατη ή αμφίβολη η ρευστοποίησή τους, καθ’ οιονδήποτε τρόπο …». Στη δανειακή αυτή σύμβαση επισυνάφθηκε Προσάρτημα I, το οποίο όρισε τον τρόπο εξόφλησης του ανωτέρω δανείου και ειδικότερα στον υπ’ αριθμ. 1 όρο, παρατίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «Ο Οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση και υπόσχεται να αποδίδει στην Τράπεζα με συνεχείς μηνιαίες καταβολές το σύνολο των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων επί του ποσού του δανείου, για εκατόν ογδόντα (180) μήνες, οι οποίοι (τόκοι) θα λογίζονται και θα καταβάλλονται την πρώτη (1η) εργάσιμη ημέρα (δήλη ημέρα) κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2000 …», ενώ στον υπ’ αριθμ. 2 όρο, στοιχείο (α), γίνεται μνεία ότι: «Κατά την πληρωμή της τελευταίας δόσεως των δεδουλευμένων τόκων, σύμφωνα με τα παραπάνω υπό 1 προβλεπόμενα, θα αποδοθεί στην Τράπεζα και ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου από το ασφάλισμα των υπ’ αριθμ. …/24-08-1999 και …/18-02-2000 ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το οποίο έχει εκχωρηθεί στην Τράπεζα, με βάση την υπ’ αριθμ. … πρόσθετη πράξη, σε συνδυασμό με την από 23-03-2000 σύμβαση ενεχυρίασης ασφαλιστηρίου συμβολαίου…». Συγκεκριμένα, βάσει των ανωτέρω συμφωνηθέντων και ως εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου, την ίδια ημέρα με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η με ημερομηνία 23-03-2000 σύμβαση, που τιτλοφορείται «Σύμβαση Ενεχυρίασης και Εκχώρησης Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου σε Ασφάλεια Στεγαστικού Δανείου», με τους ειδικότερους όρους που η σύμβαση αυτή περιλαμβάνει και τους οποίους επικαλούνται αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη και συνακόλουθα θεωρείται ότι δεσμεύονται από αυτούς. Σύμφωνα με τον 2ο όρο της σύμβασης αυτής, η ενάγουσα, προς εξασφάλιση κάθε απαίτησης της Τράπεζας από τη σύμβαση, για κεφάλαιο, τόκους, φόρους, χαρτόσημο, ΕΦΤΕ και δικαστικά ή άλλα έξοδα, έστω και μη ρητώς κατονομαζόμενα, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση της τράπεζας κατά του ενεχυριαστή, συνέστησε εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου υπέρ της Τράπεζας, επί της απαιτήσεώς της, κατά της ασφαλιστικής εταιρίας «….», που προερχόταν από τα παραπάνω υπ’ αριθμ. …/24-08-1999 και …/18-02-2000 ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία, κατά την υπογραφή της σύμβασης ενεχυρίασης παρέδωσε η ενεχυράστρια, λόγω ενεχύρου στην Τράπεζα και συμφωνήθηκε ότι εκχωρεί σ’ αυτήν και όλα τα σχετικά δικαιώματά της προσωπικά και πραγματικά και τις σχετικές αγωγές κατά της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας. Στον 4°, δε, όρο της παραπάνω σύμβασης προβλέπεται ότι: «Η Τράπεζα, ως δικαιούχος της ενεχυριαζομένης απαίτησης δικαιούται να ασκεί τα εκ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου απορρέοντα δικαιώματα και να προβαίνει κατά την κρίση της, οποτεδήποτε και άνευ συμπράξεως του Ενεχυριαστή και ανεξάρτητα από το ληξιπρόθεσμο ή μη των απαιτήσεών της που προκύπτουν από τη Σύμβαση, στη λήψη του ασφαλιζόμενου ποσού…», ενώ στον 8° όρο αυτής, γίνεται μνεία, ότι: «Η Τράπεζα δεν κωλύεται από το ενέχυρο που συνιστάται επί του ασφαλιστηρίου συμβολαίου να ασκήσει σε κάθε χρόνο όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά των έναντι αυτής υποχρέων για την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών της που ασφαλίζονται με την παρούσα σύμβαση…». Την εκχώρηση αυτή η εναγομένη τράπεζα ανήγγειλε στην ασφαλιστική εταιρία (βλ. την υπ’ αριθμ. ../04-04-2000 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών …) και έκτοτε κατέστη νομέας της ενεχυρασθείσας απαιτήσεώς και εδικαιούτο, κατά τους όρους της, να την εισπράξει μέχρις εξοφλήσεως του στεγαστικού δανείου, τυχόν, δε, μετά την εξόφληση αυτή υφιστάμενο υπόλοιπο της ενεχυρασθείσας απαιτήσεώς όφειλε να το αποδώσει στον ενεχυραστή (πρβλ. ΑΠ 1168/2015, ΑΠ 480/2006, ΑΠ 1362/2003, ΤΝΠ Ισοκράτης). Παράλληλα, ενεγράφη συναινετική προσημείωση υποθήκης υπέρ της εναγόμενης τράπεζας, επί του ως άνω ακινήτου, για την επισκευή του οποίου συνήφθη η σύμβαση δανείου και για την τήρηση των όρων της σύμβασης αυτής εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης ο …, που διατηρεί φιλικές σχέσεις με την ενάγουσα, παραιτούμενος από την ένσταση της διζήσεως. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, η ενάγουσα εκπλήρωνε με συνέπεια τις υποχρεώσεις της και η έννομη σχέση αυτής με τη δανείστρια Τράπεζα εξελίσσονταν ομαλά, αφού η πρώτη κατέβαλε περιοδικώς τις προβλεπόμενες μηνιαίες δόσεις των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων επί του κεφαλαίου του χορηγηθέντος δανείου, το οποίο παρέμενε άληκτο καθ’ όλη τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης, ενώ επίσης κατέβαλε και τα εξαμηνιαία ασφάλιστρα των υπ’ `αριθμ. …/24-08-1999 και …/18-02-2000 ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Συνεπώς, από την έναρξη της σύμβασης δανείου μέχρι τη λήξη της, ήτοι τον Ιούνιο του έτους 2015, είχε καταβάλει στην δανείστρια τραπεζική εταιρία το σύνολο των δεδουλευμένων τόκων επί του κεφαλαίου του δανείου, συνολικού ποσού 38.199,34 € και στην ασφαλιστική εταιρία «…» από την έναρξη ισχύος των ασφαλιστηρίων συμβολαίων μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2010, το συνολικό ποσό των 10.079,50 € για το υπ’ αριθμ. …/24-08-1999 συμβόλαιο και το ποσό των 5.045,83 € για το υπ’ αριθμ. …/18-02-2000 συμβόλαιο, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα αποδείξεις πληρωμής. Η ενάγουσα έπαυσε τις καταβολές των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική εταιρία τον Φεβρουάριο του έτους 2010, διότι ανακλήθηκε οριστικά, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ../25-02-2010 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας «….», η οποία τύγχανε καθολική διάδοχος λόγω συγχωνεύσεως της εταιρίας «….» και τέθηκε αυτή σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Επομένως, στις 24-08-2014 και στις 18-02-2015, οπότε έληγε η ισχύς των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δεν πληρώθηκε στην τράπεζα η εκχωρηθείσα απαίτηση της ενάγουσας. Ακολούθως, η δανείστρια Τράπεζα, σε εκτέλεση των προαναφερομένων όρων της δανειακής σύμβασης και ιδίως αυτού που προέβλεπε τη δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης της εξόφλησης της απαίτησης σε περίπτωση που καθίσταντο αμφίβολες οι προσφερόμενες ασφάλειες, αλλά και του 8ου όρου της σύμβασης ενεχυρίασης, κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 03-06-2015 επιστολή της, με την οποία την καλούσε να εξοφλήσει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής του δανείου της, που ανερχόταν στο ποσό των 26.835,65 €, αναλυόμενο ειδικότερα σε: α) τόκους υπερημερίας, ποσού 240,91 €, β) ληξιπρόθεσμους τόκους, ποσού 182,41 € και γ) ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο, ποσού 26.412,33 €, και την ενημέρωσε ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης θα κινήσει την προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία. Εν συνεχεία, η ενάγουσα απέστειλε στην τράπεζα την από 30-09-2015 εξώδικη απάντηση – πρόσκληση – όχληση, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 27-10-2015 (σχετ. η υπ’ αριθμ. …/27-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), με την οποία διαμαρτυρήθηκε και δήλωσε ότι η αναζήτηση του κεφαλαίου της σύμβασης δανείου εκ μέρους της τράπεζας είναι καταχρηστική και η συμπεριφορά των υπαλλήλων της παράνομη και υπαίτια, καθόσον την ενημέρωσαν ελλιπώς για το εν λόγω τραπεζικό προϊόν, στην επιλογή του οποίου δεν θα είχε προβεί, αν την είχαν πληροφορήσει για τους κινδύνους, ζήτησε, δε, από την εναγομένη να της χορηγήσει εξοφλητική απόδειξη της σύμβασης δανείου, να την ειδοποιήσει για τις ενέργειες, στις οποίες είχε προβεί για την είσπραξη των ασφαλισμάτων από την υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία και να της καταβάλει το ποσό των 15.125,33 € σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό των ασφαλίστρων που κατέβαλε η ίδια στην ασφαλιστική. Η τράπεζα με την από 05-11-2015 επιστολή της ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η σύμβαση δανείου και η σύμβαση ασφαλίσεως είναι αυτοτελείς συμβάσεις, ότι η επιλογή του εν λόγω χρηματοδοτικού σχήματος ήταν δική της και ότι η ίδια με την ιδιότητα της ενεχυρούχου δανείστριας έχει οχλήσει την ασφαλιστική εταιρία επανειλημμένος χωρίς αποτέλεσμα. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση των παραπάνω όρων της ασφαλιστικής σύμβασης, της δανειακής σύμβασης και του Παραρτήματος της, συνάγεται ότι ο συνδυασμός των δύο αυτών συμβάσεων (χορηγήσεως δανείου και ασφάλειας ζωής, με συμμετοχή στα κέρδη) ήταν επωφελέστερος για την ενάγουσα από ένα απλό τοκοχρεωλυτικό δάνειο, αφού με τον τρόπο αυτό, αντί να υποχρεούται να αποπληρώσει στην τράπεζα και τους τόκους και το κεφάλαιο του δανείου σε μηνιαίες δόσεις, χωρίς κανένα επιπλέον κέρδος μετά την ολοσχερή εξόφληση, υποχρεούτο να πληρώνει μεν τους τόκους στην Τράπεζα, αλλά να πληρώνει το αντίστοιχο του κεφαλαίου ποσό, με την μορφή ασφαλίστρου, στην ασφαλιστική εταιρία, αποκομίζοντας ταυτόχρονα κέρδος, αφού, λόγω του επενδυτικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού προϊόντος, καθίστατο πιθανή η αποκόμιση επιπλέον χρηματικού κέρδους από τις επενδύσεις των ασφαλίστρων που θα κατέβαλε, ενώ επιπλέον απολάμβανε, καθ’ όλη τη διάρκειά του, ασφάλεια για κινδύνους κατά της ζωής. Αντίστοιχα, η τράπεζα δέχθηκε να λαμβάνει κατά τη διάρκεια του δανείου μόνο τους τόκους αυτού σε μηνιαίες δόσεις και να λάβει το κεφάλαιο με εφάπαξ καταβολή κατά τη λήξη του δανείου, όταν θα είχε λήξει και η διάρκεια της ασφάλισης, με την επιστροφή στην ασφαλισμένη του ασφαλίσματος, ίσου με το κεφάλαιο του δανείου. Ταυτόχρονα, όμως, για εξασφάλισή της, πέρα από την εγγραφή συναινετικής προσημείωσης υποθήκης, που ενέγραψε στο ως άνω ακίνητο, όπως θα έπραττε και για κάθε άλλο δάνειο που θα χορηγούσε για να εξασφαλιστεί έναντι του δανειολήπτη, λόγω της παρεμβολής στην όλη συμβατική σχέση και της ασφαλιστικής εταιρίας και της εντεύθεν ιδιαιτερότητας της σχέσης, έλαβε ως ενέχυρο τα ασφαλιστήρια, για την περίπτωση που η δανειολήπτρια δεν ήταν συνεπής απέναντι της κατά την είσπραξη του ασφαλίσματος, ίσου με το κεφάλαιο του δανείου, από την ασφαλιστική εταιρία και την απόδοσή του στην ίδια την τράπεζα. Ομοίως, για τον ίδιο λόγο και ένεκα της ιδιαιτερότητας της όλης συμβατικής σχέσης, με την παρεμβολή της ασφαλιστικής εταιρίας, η δανειολήπτρια εκχώρησε στην τράπεζα την απαίτησή της για την καταβολή του ασφαλίσματος κατά της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας. Επιπροσθέτως, σε συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη δεν έθεσε ως προϋπόθεση για τη λήψη του δανείου τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως με την συγκεκριμένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, όπως αβάσιμα διατείνεται η ενάγουσα, αλλά από την εκτίμηση του κειμένου της επίδικης σύμβασης προκύπτει ότι, ως προϋπόθεση λήψης του δανείου, με τους ευνοϊκούς για την ενάγουσα όρους, τέθηκε η παροχή επιπρόσθετης εξασφάλισης και συγκεκριμένα η εκχώρηση απαιτήσεων από σύμβαση ασφάλισης ζωής, συναφθείσα με οποιαδήποτε ασφαλιστική εταιρία, στην επιλογή της οποίας προέβη η ίδια η ενάγουσα. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι υπάλληλοι της δανείστριας Τράπεζας πρότειναν προς την ενάγουσα το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ίδια η ενάγουσα, επιδιώκοντας τα ωφελήματα που της παρείχε ο συγκεκριμένος τύπος δανείου, επέλεξε τη δανειοδότησή της με τον παραπάνω σύνθετο τρόπο, έναντι άλλων προγραμμάτων στεγαστικών δανείων, που δεν παρίσταντο εξίσου ευνοϊκά γι’ αυτήν, ουδόλως, δε, προέκυψε ότι απορρίφθηκε και ότι ήταν αδύνατη η χορήγηση σ’ αυτήν ενός κοινού στεγαστικού δανείου. Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται ότι επ’ ουδενί εξοφλήθηκε το κεφάλαιο του δανείου με την πληρωμή του ασφαλίστρου στην ασφαλιστική εταιρία και ουδόλως όρισε η τράπεζα ως δεκτική καταβολής του κεφαλαίου του δανείου την ασφαλιστική εταιρία. Αντιθέτως, η εναγομένη διατήρησε ακέραιη την απαίτησή της για την καταβολή του κεφαλαίου του δανείου στην ίδια, με τη διαφορά ότι, αντί να το λάβει σε μηνιαίες δόσεις, όπως συνηθίζεται σε ένα απλό δάνειο, θα το έπαιρνε εφάπαξ, κατά τη λήξη της συμβατικής διάρκειας του δανείου, όταν θα εισέπραττε το ασφάλισμα η ενάγουσα και από το προϊόν του τελευταίου. Περαιτέρω, η ενεχύραση και η εκχώρηση της ανωτέρω ασφαλιστικής απαίτησης στην τράπεζα δεν έγινε αντί καταβολής, ώστε με μόνη την ενεχυρίαση και την εκχώρηση να επέλθει και απόσβεση της δανειακής οφειλής, ανεξάρτητα αν αυτή η απαίτηση εισπραχθεί ή όχι, αλλά χάριν καταβολής. Και τούτο διότι, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, σύμφωνα με τον 8° όρο της σύμβασης ενεχύρασης και εκχώρησης η τράπεζα δεν κωλύεται από το συσταθέν επί της ασφαλιστικής απαίτησης ενέχυρο, να ασκήσει σε κάθε χρόνο όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά των έναντι αυτής υποχρέων για την αναγκαστική είσπραξη των εκ του δανείου απαιτήσεών της, ήτοι, ελλείψει διάκρισης, κεφαλαίου, τόκων και εξόδων. Αν πράγματι η ενεχυρίαση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και η εκχώρηση της απαίτησης γινόταν αντί καταβολής και, επομένως, η οποιαδήποτε απαίτηση από την επίδικη δανειακή σύμβαση είχε αποσβεσθεί, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, η αντίδικος της δεν θα μπορούσε να ασκήσει τα νόμιμα μέσα κατά της οφειλέτριας της, για την είσπραξη όλων αδιακρίτως των εκ της δανειακής σύμβασης απαιτήσεών της, παρά μόνο για την είσπραξη των τόκων, που δεν καλύπτονταν από το ενέχυρο και την εκχώρηση της ασφαλιστικής απαίτησης. Ούτε συνάγεται συμπέρασμα, αντίθετο με τα παραπάνω, από τον όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ότι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη στεγαστικού δανείου και εξόφληση του κεφαλαίου του. Η συνάρτηση της επιστροφής του κεφαλαίου του δανείου στην τράπεζα με την είσπραξη του ασφαλίσματος από την ασφαλιστική εταιρία, δεν σημαίνει ούτε ότι με την καταβολή του ασφαλίστρου αποσβέννυται η ενοχή προς επιστροφή του δανείου, ούτε ότι η τράπεζα όρισε την ασφαλιστική εταιρία ως δεκτική καταβολής, αφού στην περίπτωση αυτή θα αναφερόταν ρητά και θα είχε συνομολογηθεί σχετικός όρος. Επομένως, το πρώτο αίτημα της αγωγής της ενάγουσας περί αναγνώρισης ότι ουδέν ποσό οφείλει κατά κεφάλαιο και τόκους από την υπό κρίση σύμβαση δανείου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, το ανωτέρω τραπεζικό προϊόν επιλέχθηκε από την ενάγουσα κατόπιν ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ αυτής, των στελεχών της ασφαλιστικής εταιρίας και των υπαλλήλων της τράπεζας, ουδόλως, δε, προέκυψε ότι απορρίφθηκε και ότι ήταν αδύνατη η χορήγηση σ’ αυτήν ενός κοινού στεγαστικού δανείου. Οι υπάλληλοι της τράπεζας την ενημέρωσαν επαρκώς και σύμφωνα με τα ορισθέντα στην υπ’ αριθμ. …/31-10-2002 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύμβαση δανείου και τους εμπεριέχοντες σ’ αυτήν όρους, συμπεριλαμβανομένων και των ανωτέρω λεπτομερώς αναφερόμενων υπ’ αριθμ. 8 και 10 όρων, που αναλύουν τις περιπτώσεις στις οποίες καθίσταται η απαίτηση της τράπεζας ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Επίσης, κατά το χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων η ασφαλιστική εταιρία «…» δεν αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και η εναγομένη ουδόλως γνώριζε κατά το χρόνο υπογραφής της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου ότι μετά την παρέλευση δέκα περίπου ετών η οικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής εταιρίας θα ήταν τέτοια που θα οδηγούσε στην ανάκληση της άδειας αυτής, ώστε να συστήσει δολίως στην ενάγουσα να συμβληθεί με την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί και να ζημιωθεί με την αδυναμία της ασφαλιστικής εταιρίας να καλύψει το κεφάλαιο του στεγαστικοΰ της δανείου.

 

Εξάλλου, αν η εναγόμενη γνώριζε την ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση της ασφαλιστικής δεν θα προέβαινε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη σύναψη της σύμβασης δανείου και της σύμβασης εκχώρησης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, διακινδυνεύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ομαλή εξόφληση του δανείου της. Η εν λόγω δανειοδότηση αποτελεί σύνθετο τραπεζικό προϊόν με την κατάρτιση δύο χωριστών συμβάσεων τόσο με ασφαλιστική εταιρία όσο και με τράπεζα, η, δε, ασφαλιστική εταιρία «…» και στη συνέχεια η καθολική της διάδοχος «….» δεν ανήκε στον όμιλο της εναγομένης, αποτελούσε ξεχωριστό νομικό πρόσωπο με δική της διοίκηση, προσωπικό και επιχειρηματικές πρακτικές και ήταν η ίδια υπεύθυνη για την ενημέρωση και την πληροφόρηση της ενάγουσας σχετικά με τους όρους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα οποία καταρτίστηκαν πριν την σύμβαση δανείου. Στα ασφαλιστήρια, που υπέγραψε η ενάγουσα αναγράφεται ρητά ότι «Το ασφαλιστήριο αυτό, εφόσον βρίσκεται σε ισχύ και σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της δανείστριας Τράπεζας ή άλλου Πιστωτικού Οργανισμού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη στεγαστικού δανείου και εξόφληση του κεφαλαίου του». Άλλωστε, η τράπεζα, δεν έθεσε ως προϋπόθεση λήψης του δανείου τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης αποκλειστικά με την ως άνω ασφαλιστική εταιρία, αλλά η ίδια η οφειλέτρια είχε δυνατότητα επιλογής της ασφαλιστικής εταιρίας της αρεσκείας της, οι δε συμβάσεις ήταν ανεξάρτητες και αυτοτελείς και ως εκ τούτου η τράπεζα δεν παρείχε εγγύηση και ασφάλεια για το κύρος της ασφαλιστικής σύμβασης. Η ενάγουσα, εξάλλου, απολάμβανε τα πλεονεκτήματα, που της παρείχε το ασφαλιστικό προϊόν, ήτοι ασφάλεια ζωής, συμμετοχή στα κέρδη και φορολογικές απαλλαγές. Ακολούθως, δεν προέκυψε γνώση της εναγομένης περί της επικείμενης οικονομικής κατάρρευσης της ασφαλιστικής εταιρίας, ώστε να ενημερώσει έγκαιρα την ενάγουσα να προβεί στην εξαγορά των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, πριν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της ενάγουσας. Μετά, δε, την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής, η σύμβαση δανείου εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ και δεν υφίστατο, όπως αναληθώς υποσιηρίζει η οφειλέτρια, υποχρέωση από την πλευρά της τράπεζας περί επαναδιαπραγμάτευσης της σύμβασης δανείου, αλλά ούτε και προέκυψε ότι την καθησύχασε και την ενημέρωσε ότι αποτελούσε ζήτημα που αφορούσε αποκλειστικά την ίδια ως δικαιούχου εής ενεχυριαζόμενης απαίτησης. Τέλος, να σημειωθεί ότι η εναγομένη αφενός δεν έχει καταγγείλει την ένδικη σύμβαση δανείου και αφετέρου έχει προβεί σε ενέργειες και συγκεκριμένα έχει αναγγείλει τις απαιτήσεις της στην υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία, πλην όμως δεν έχει εισπράξει κάποιο ποσό. Κατέθεσε, επίσης, την από 18-01-2016 ανακοπή της, ζητώντας να αναγνωριστεί αποκλειστική δικαιούχος των απαιτήσεων που απορρέουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την υπ’ αριθμ. 5592/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι στην κατάσταση δικαιούχων ασφαλίσματος αναγράφονται μόνο οι απαιτήσεις των δικαιούχων ασφαλίσματος που αναγγέλθηκαν ή των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλεια ζωής, προφανώς για λόγους ταχείας εκκαθάρισης της σχετικής ασφαλιστικής διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη γραμματική διατύπωση των σχετικών άρθρων του ν.δ. 400/1970, και όχι τρίτα πρόσωπα που η όποια νόμιμη απαίτησή τους, έστω και εκχωρηθείσα από τους ασφαλισμένους λόγω ενεχύρου δεν προέρχεται ευθέως από την ιδιότητά τους ως λήπτες της ασφάλισης ή ως ασφαλισμένοι με ασφαλιστικές συμβάσεις. Αντιθέτως, η ίδια η ενάγουσα δεν προέβη σε κάποια ενέργεια αναγγελίας της απαίτησης της στην υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία, παρά τις ανακοινώσεις και προσκλήσεις των εκκαθαριστών της «…». Συνοψίζοντας τα παραπάνω, δεν αποδείχτηκε από την πλευρά της εναγομένης κάποια παράβαση της νομοθεσίας περί καταναλωτών, πλημμελής ενημέρωση για το τραπεζικό προϊόν, παροχή εσφαλμένων συμβουλών, αλλά ούτε και υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης.

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων ενόψει του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια  συνεδρίαση στην Αθήνα στις 5/5/2020

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ